Πέμπτη 10 Νοέμβρη 2011
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΤΑΡΣΕΜ ΣΙΝΓΚ
Αθάνατοι - 3D

© 2011 War of the Gods, LLC.

Τρισδιάστατη ιστορία για Θεούς και Τιτάνες - σε παρόμοιο αισθητικά στιλ με αυτό των «300» του Ζακ Σνάιντερ - που νικημένοι πια, περιμένουν να βρουν την ευκαιρία να ξανασκορπίσουν τον τρόμο και το θάνατο στη Γη. Ιστορίες με σπαθιά και σανδάλια, με τον Θησέα, τον Δία, τον βασιλιά Υπερίωνα, την Φαίδρα και τον... Σταύρο!

Σε σενάριο - μεταξύ άλλων - των ελληνικής καταγωγής αδελφών Τσάρλι και Βλας Παρλαπανίντις, συνέθεσαν ένα ποτ πουρί που παραπέμπει σε ελληνική μυθολογία, το χολιγουντιανό block buster για τη σχέση Θεών και Ανθρώπων, με ηθοποιούς να κομπάζουν μπροστά σε εντυπωσιακά σκηνικά, στα μεσοδιαστήματα κάποιων συμπαθητικών σκηνών, αλλά, ως επί το πλείστον, το πόνημα βγάζει τον ήχο άδειου βαρελιού...

Παίζουν: Μίκι Ρουρκ, Φρίντα Πίντο, Κέλαν Λουτς, Χένρι Καβίλ, Στίβεν Ντορφ, Τζον Χαρτ, Λουκ Ιβανς κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).

Ούτε ώρα χαμένη!

Με το Μαύρο Μέτωπο της πλουτοκρατίας να συνασπίζεται συμπαγώς απέναντι στον εχθρό λαό, με το βάθεμα της καπιταλιστικής κρίσης και το πλέγμα των οικονομικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών να αντανακλάται ασφυκτικά στους εκβιασμούς των κομμάτων του κεφαλαίου, στη στάση τους - τόσο καθενός ξεχωριστά όσο και στο εσωτερικό τους -, με την καθημερινότητα να μεταμορφώνεται από μέρα σε μέρα σε κόλαση για την εργατική τάξη και μελλοντική «γη της επαγγελίας» γι' αυτούς που πλουτίζουν σήμερα και για όσους καραδοκούν να αυγατίσουν τα πλούτη τους για ένα κομμάτι ψωμί, με την ατμόσφαιρα να μεταβάλλεται «δημοκρατικά» σε όλο και πιο αυταρχική, με το 52ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης να εξελίσσεται κανονικά από τις 4 ως τις 13 Νοέμβρη και να μας κρατά σε αγωνία για τα βραβεία, με το κινηματογραφικό γίγνεσθαι στις αίθουσες να μη μετακινείται ούτε ρούπι από την παθολογική ομφαλοσκόπηση και τους αυτάρεσκους χαριεντισμούς.

Χωρίς τίποτα το παγιωμένο τη στιγμή αυτήν που συγγράφεται η Ιστορία...

Το ραντεβού το δικό μας, σήμερα, στις 6 το απόγευμα στην Ομόνοια.

Ολα τ' άλλα, αυτές τις ώρες, περισσεύουν...


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΚΑΡΙ ΦΟΥΚΟΥΝΑΓΚΑ
Τζέιν Εϊρ

Περί τις είκοσι αριθμούν οι κινηματογραφικές - και τηλεοπτικές - διασκευές του ρομαντικού μυθιστορήματος από το 1910, με γνωστότερες την εκδοχή του Ρόμπερτ Στίβενσον από το 1944 με την Τζόαν Φοντέν και τον Ορσον Ουέλς, αλλά και αυτή του 1996 σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι, με την Σαρλότ Γκενσμπούργκ και τον Τζον Χαρτ στους κύριους ρόλους. Η συνάντηση δε της Τζέιν Εϊρ και του Εντουαρντ Ρότσεστερ συνιστά κομμάτι όχι μόνο της ιστορίας του κινηματογράφου, αλλά και της ιστορίας της λογοτεχνίας. Οταν οι δυο συναντιούνται βρίσκονται στην ίδια ψυχική κατάσταση. Σε όλα τα υπόλοιπα ο ένας είναι το αντίθετο του άλλου! Εκείνη μια φτωχή νέα χωρίς προσδοκίες κι εκείνος ένας πλούσιος άνδρας με φαινομενικά όλες τις δυνατότητες στα πόδια του. Με τη ροή της ιστορίας συνειδητοποιούν ότι είναι φυλακισμένοι σε έναν αδύνατο έρωτα, ο οποίος καθίσταται δυνατός μόνο μετά την οικονομική και κατ' επέκταση κοινωνική τους «εξίσωση».

Ολοκαίνουρια κινηματογραφική εκδοχή του ομότιτλου μυθιστορήματος της Σαρλότ Μπροντέ, που και μετά από 164 χρόνια (γράφτηκε το 1847 και δημοσιεύτηκε με ανδρικό ψευδώνυμο) αποπνέει αίσθηση φρεσκάδας και έρχεται να προστεθεί στον ήδη μακρύ κατάλογο των κινηματογραφικών μεταφορών. Η Σαρλότ ήταν η μεγαλύτερη από τις τρεις αδελφές Μπροντέ (την Εμιλι και την Αν), λογοτέχνιδες από το Γιορκσάιρ που τα κλασικά τους κείμενα, στα μέσα του 1800, τύλιξαν τη βικτωριανή λογοτεχνία σε ένα παθιασμένο και βίαιο σκότος ...κείμενα που φαίνεται ότι ποτέ δεν έπαψαν να συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον. Το μυθιστόρημα «Τζέιν Εϊρ» - δίπλα στα κείμενα της προγενέστερης κλασικής Τζέιν Οστιν - ανήκει στη λίστα των κανονιστικών κειμένων των φεμινιστικών σπουδών και εστιάζει στο διπλό πορτρέτο της γυναικείας οργής που συμβολίζεται αφ' ενός με τη χειραφετημένη και μαχητική γκουβερνάντα Τζέιν Εϊρ και αφ' ετέρου με τη σκοτεινή σκιά της, την τρελή σύζυγο του Ρότσεστερ που βρίσκεται φυλακισμένη στη σοφίτα του Θόρνφιλντ Χολ. Το κοινό στοιχείο που διαπερνά τις δύο γυναίκες είναι ότι αμφότερες είναι συναισθηματικά δεμένες με τον ίδιο άνδρα, τον γοητευτικό Εντουαρντ Ρότσεστερ.


Ο νεαρός Αμερικανός σκηνοθέτης - προηγούμενη δουλειά του το λατινοαμερικάνικο δράμα «SINNOMBRE» - εστιάζει στη μία όψη του πορτρέτου, στην Τζέιν Εϊρ. Επιλέγει μια στιλιστικά κομψή ερμηνεία, όπου οπτικά, χρωματικά και μουσικά καλύπτει με το έρεβος μέσα στο οποίο μεγάλωσε η Τζέιν, στο σπίτι της πλούσιας θείας που αντιπαθούσε τη μικρή και στο ίδρυμα κάτεργο όπου πέρασε τα εφηβικά της χρόνια. Ενα καθοριστικό σκοτεινό βάρος που η νεαρή κουβαλά. Η ταινία σε ό,τι αφορά την άποψη για το ρόλο του Ρότσεστερ εμφανίζεται αμήχανα δικαιολογητική σε σχέση με την επιλογή του «κυρίου» να κρατά φυλακισμένη στη σοφίτα την άρρωστη, αντί να φροντίσει να την στείλει σε ίδρυμα για θεραπεία. Ο σκηνοθέτης ξετυλίγει την αφήγησή του από το σημείο της βίαιης φυγής της ερωτευμένης και προδομένης Τζέιν όσο πιο μακριά από το πάθος, προς άγνωστη κατεύθυνση και επιστρέφει αργότερα με flash back τόσο σε επίπεδο κατατεμαχισμένης χρονολογίας, όσο και υποκειμενικών πλάνων. Ωστόσο, η οργάνωση της αφήγησης του Φουκουνάγκα χωλαίνει αισθητά δεδομένου ότι στο τέλος, όταν επέρχεται η τελική ισορροπία, η αφήγηση χάνει παντελώς τη δύναμή της. Καθοριστική η επιλογή του υποτονικού χρωματισμού της ατμόσφαιρας gothic ειδικά στις σκηνές τρόμου, στοιχείου που προσανατολίζει σε μια πιο διανοητική και ορθολογική κατανόηση του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα της Τζέιν.

Ο 34χρονος Αμερικανός σκηνοθέτης κατάφερε κάτι σπάνιο: Να μείνει πιστός στο πρωτογενές κείμενο, χωρίς όμως να το αφήσει να πνιγεί κάτω από το ίδιο του το βάρος. Οι ερμηνείες των ηθοποιών εξαιρετικές. Τόσο η καταλυτική λιτότητα και εσωτερικότητα στην ερμηνεία της Αυστραλιανής Μία Βασικόφσκα (την απολαύσαμε πρόσφατα στην ταινία «RESTLESS») στο ρόλο της Τζέιν Εϊρ, όσο και του Μάικλ Φάσμπεντερ που υποδύεται τον πλούσιο ιδιοκτήτη του Θόρνφιλντ Χολ, Εντουαρντ Φόρεστερ και ισορροπεί θαυμαστά ανάμεσα στην αλαζονεία και τη διαστροφή!

Παίζουν: Μία Βασικόβσκα, Μάικλ Φάσμπεντερ, Τζέιμι Μπελ, Τζούντι Ντεντς κ.ά.

Παραγωγή: Μ. Βρετανία (2011).

ΞΑΒΙΕ ΝΤΟΥΡΙΝΖΕ
Ο κατακτητής

Εν μέσω βαθέματος και στη Γαλλία της καπιταλιστικής κρίσης, με συνεχώς επιδεινούμενα μέτρα λιτότητας για το λαό κι ενώ οι προεδρικές εκλογές τέμνουν τον ορίζοντα του 2012, «συνέπεσε» η έξοδος, στις κινηματογραφικές αίθουσες, μιας βιογραφικής, για τον Νικολά Σαρκοζί, ταινίας με τίτλο «Ο ΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ». Το φιλμ καλύπτει την περίοδο 2002 - 2007 και αναφέρεται στο χρονικό αναρρίχησης του ανδρός, από μια υπουργική έδρα, στο ύψιστο πολιτειακό αξίωμα της χώρας του. Πρόκειται για μια επίπεδη κι ελαφριά κωμωδία, με χαρακτηριστικά καρικατούρας, με νευρικό μοντάζ, με πιστές προσωπογραφίες αισθητικής «μασκαρέματος» πασίγνωστων μάχιμων πολιτικών. Οι ηθοποιοί που υποδύονται τους χαρακτήρες της ταινίας επιζητούν να φανούν άξιοι διασκεδαστές μέσα από την επίδειξη των μιμητικών τους δεξιοτήτων ή, καλύτερα, εκθέτοντας στη δημόσια θέα, τα αποτελέσματα της σπουδής τους πάνω στο αντικείμενο.

Μια πρώτη ανάγνωση - λαμβάνοντας σαφώς υπόψη το ανούσιο και άχρηστο του περιεχομένου - οδηγεί στο καθόλου αυθαίρετο συμπέρασμα ότι αυτό το φιλμ υπάρχει για να ξαναλουστράρει την εικόνα του Νικολά Σαρκοζί, να κρατήσει άσβεστο το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για το άτομό του και να αυξήσει κατά τι τα ποσοστά του ενόψει των εκλογών του 2012. Κανείς, φυσικά, δε διανοείται ότι αν η ταινία - που λέγεται ότι γυρίστηκε σε συνθήκες μυστικότητας και διακριτικότητας - δε βόλευε τον Πρόεδρο θα έφθανε καν στις αίθουσες.


Μια δεύτερη, βέβαια, ανάγνωση θα μπορούσε να εστιάσει στον ίδιο τον Σαρκοζί. Στον πολιτικό που λειτουργεί ταυτόχρονα και σαν ηθοποιός και σαν σκηνοθέτης του εαυτού του. Ο ίδιος παράγει το επικοινωνιακό γεγονός και ο ίδιος το σκηνοθετεί. Συστατικό στοιχείο της επικοινωνιακής του στρατηγικής είναι η τήξη της δημόσιας και ιδιωτικής του εικόνας, σε σημείο που να καθίσταται απολύτως δυσδιάκριτο πού τελειώνει το ένα και πού αρχίζει το άλλο... Από το «λιώσιμο» αυτό του ενός μέσα στο άλλο απορρέει η εν δυνάμει χρησιμοποίηση της ιδιωτικής του ζωής προς όφελος των πολιτικών του στόχων... Μέχρι πού μπορεί αυτό να φθάσει; Μέχρι το σημείο που ακουμπά στα όρια του νόμου. Φαίνεται ότι ο Σαρκοζί είχε εξαρχής όχι μόνο μελετήσει, αλλά και θεωρητικοποιήσει αυτήν τη σχέση, την αντικατάσταση του πολιτικού λόγου από την επικοινωνιακή εικόνα, δεδομένου ότι ο ίδιος δε μεγάλωσε χωμένος στα βιβλία και την κλασική παιδεία, αλλά μπροστά στην τηλεόραση. Με αυτό το Μέσο έμαθε να έχει σχέση και τη γλώσσα αυτού του Μέσου αποκωδικοποίησε. Η τέταρτη εξουσία γέννησε την εικόνα του Σαρκοζί «κατακτητή» που κατακτά την κοινή γνώμη, τις ωραίες γυναίκες, την πολιτική εξουσία, την προεδρία... Η - κατά Σαρκοζί - πολιτική συνίσταται σε έναν μηχανισμό μάρκετινγκ στην υπηρεσία της κατάκτησης της εξουσίας, ο πολιτικός αγώνας συνίσταται στον τρόπο λειτουργίας και διαχείρισης του συνόλου του πολιτικού και επικοινωνιακού συστήματος. Ο Σαρκοζί κατάκτησε την εξουσία με μια ντουζίνα ανθρώπους τοποθετημένους στη σωστή θέση στους μηχανισμούς εξουσίας.

Η ταινία του Ντουρινζέ έχει υλικό την πολιτική. Με ένα σενάριο - κολάζ από ανεκδοτολογικά σημειώματα και άρθρα που κατά καιρούς είδαν το φως της δημοσιότητας, με επίπεδη κινηματογραφική απόδοση και όρους πιο κοντά στη διήγηση παρά στην αναπαράσταση, αναρωτιέται κανείς ποια η ανάγκη για φιλμ για τον κινηματογράφο κι όχι για την τηλεόραση. Γιατί ο σεναριογράφος της ταινίας Πατρίκ Ροτμάν, δημιουργός τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ για τον Μιτεράν και τον Σιράκ, δεν έκανε ακόμα ένα, για τον Σαρκοζί; Με αυθεντικό τίτλο «Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ» τι άλλο πάει να κάνει η ταινία παρά promotion για τον Σαρκοζί; Με πανουργιά και υπαινιγμούς πάει να δώσει την εντύπωση μιας ψευδο-αντικειμενικότητας, με βάρος στις κρυμμένες πτυχές της ζωής του. Δείχνει, π.χ., τον Σαρκοζί να ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για τη διαμάχη με τον Βιλπέν, την ίντριγκα με τον Σιράκ και την προσωπική περιπέτεια με την σύζυγό του Σεσιλιά που τον εγκαταλείπει, παρά για το λαό και την τύχη του. Παρουσιάζεται σαν πολυεδρική προσωπικότητα με χαρακτηριστικά αντιθετικά, μοιρασμένα ισόβαρα: χαρισματικός / αξιολύπητος, αμείλικτος / εύθραυστος, κάτι που προβάλλει τον «ανθρώπινο» Σαρκοζί. Ο λόγος του επίσης αρθρώνεται σε τρία επίπεδα: ως λόγος στις σημαντικές ομιλίες, ως λόγος μπροστά στις κάμερες και ως λόγος ιδιωτικός (όταν κλείνουν οι κάμερες), ενώ ο ίδιος παρουσιάζεται ειλικρινής και αληθινός. Ωστόσο, οι αλήθειες του είναι ρευστές, μετατοπίζονται και αλλάζουν συνεχώς.

Η ταινία ήθελε, από τη μια, να αποφύγει την ντοκουμενταρίστικη πλευρά και την κάμερα στον ώμο, ενώ, από την άλλη, το εξ αντικειμένου στατικό θέμα, έπρεπε να δοθεί κίνηση, κάτι που η κάμερα σπάνια μας κάνει να αισθανθούμε: Το επείγον στην κίνηση αυτού του μανιοκαταθλιπτικού ατόμου. Οι ηθοποιοί κάνουν αξιοπρεπώς τη δουλειά που κλήθηκαν να κάνουν, προσπαθώντας να μην τους καταπιεί το ντεκόρ. Ιδιαίτερα ο Ντενί Πονταλιντές, στο ρόλο του Νικολά Σαρκοζί, συλλαμβάνει την ενέργεια και τη στάση σε πρόσωπα και γεγονότα του χαρακτήρα που υποδύεται, σε ένα ατέλειωτο one man's show. Χωρίς κανείς να αμφισβητεί το ταλέντο του, η «μίμηση» είναι τάξης overdose, καρικατούρας. Είναι μίμηση του περιγράμματος, του σχήματος, των τικ, του τόνου και χροιά φωνής, των χειρονομιών... Οι γκριμάτσες, το βλέμμα, το νεύρο, οι ρυθμοί, η ενέργεια δε βγαίνουν αβίαστα, πλήρως αφομοιωμένα. «Δεν είμαι μίμος, λέει ο Ντενί Πονταλιντές. Στη ζωή, βέβαια, μου αρέσει να μιμούμαι ...».

Γεγονός είναι ότι ο Σαρκοζί ετοιμάζεται να ξαναχτυπήσει στις εκλογές του 2012, ετοιμάζεται πάλι για προεκλογική εκστρατεία υπό σχήμα «ζευγαριού», με τα ΜΜΕ να τροφοδοτούν τη χειραγωγημένη περιέργεια των μαζών για τον πρόεδρο και την γυναίκα του, να εστιάζουν στο πρόσωπο και όχι στο πρόγραμμα ενός πολιτικού. Το γεγονός και μόνο ότι η κινηματογραφική «ωδή στον Σαρκοζί» προκαλεί συζητήσεις επί συζητήσεων αποδεικνύεται καλό κόλπο για τις επικείμενες εκλογές. Ολα είναι υπολογισμένα και τίποτα δεν είναι τυχαίο...

Παίζουν: Ντενί Πονταλιντές, Φλοράνς Περνέλ, Ιπολίτ Ζιραρντό, Μπερνάρ Λε Κοκ, Σαμουέλ Λαμπάρτ, κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία (2011).



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ