Πέμπτη 15 Γενάρη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τα ντοκιμαντέρ

Νίκος Γκάτσος - Μάνος Χατζιδάκις
Νίκος Γκάτσος - Μάνος Χατζιδάκις
Τα ντοκιμαντέρ που βγαίνουν στις κινηματογραφικές αίθουσες, πρέπει να έχουν προδιαγραφές κινηματογραφικών έργων, για να δικαιολογούν την παρουσία τους σε αυτές. Η τηλεόραση δεν είναι κακό μέσο για το είδος. Τόσο το λατινοαμερικάνικο, «Cafe de los Maestros», του Μιγκέλ Κοάν, όσο, και πολύ περισσότερο ο «Μάνος Χατζιδάκις - Είδωλο στον καθρέφτη», του Δημήτρη Βερνίκου, δεν είναι ταινίες που αναστατώνουν. Φυσικά δεν είναι και ταινίες που τις αγνοείς. Και οι δυο έχουν τις αρετές τους!

«Cafe de Los Maestros»του Μινγκέλ Κοάν.

Αν το ταγκό, σαν ήχος, σαν μουσική, σαν έκφραση έχει χίλιες ομορφιές και γεύσεις, που, σίγουρα, έχει πολύ παραπάνω, η ταινία του Μιγκέλ Κοάν, προσφέρει πολύ λιγότερες. Και δεν το κάνει αυτό από τσιγκουνιά, το κάνει από λάθος προσανατολισμό. Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας καταναλώνεται στους δημιουργούς, στους ερμηνευτές και τους χώρους που ακούγεται το είδος, ενώ απουσιάζουν σχεδόν παντελώς οι ανάγκες που γέννησαν το ταγκό, και ο κόσμος που το αγάπησε και το ανέδειξε.

Ο θεατής, βέβαια, θέλει δε θέλει, θα μεθύσει από τον ήχο! Είναι τόσο μαγευτικός, ιδιαίτερα όταν βγαίνει από συνθέτες, μουσικούς και ερμηνευτές, που έχουν γράψει ιστορία και έχουν διεθνώς γίνει αποδεκτοί. Ωστόσο, μόλις κατασταλάξει ο ήχος, πάλι ο νους του θεατή θα πηγαίνει στο αυτονόητο: μπορεί να υπάρξει μουσική χωρίς αναφορά στις ανάγκες που τη γέννησαν, στα κοινωνικά στρώματα τα οποία εκφράζει;

Κρατώντας τα δικαιολογημένα ερωτηματικά σας και τις επιφυλάξεις σας ευχαριστηθείτε τη μουσική. Οχι σαν τουρίστες, όπως η ταινία προτείνει, αλλά σαν γνήσιοι εραστές του ωραίου και του εξαιρετικού. Το ταγκό δεν είναι απλώς μουσική και χορός, όπως το νομίζουμε στην Ευρώπη. Είναι πράξη «σπουδαία και τελεία», όπως η δική μας τραγωδία (τηρουμένων των αναλογιών).

«Μάνος Χατζιδάκις - Είδωλο στον καθρέφτη»του Δημήτρη Βερνίκου.

Ο Δημήτρης Βερνίκος φέρθηκε τίμια και υπεύθυνα απέναντι στο φίλο του Μάνο Χατζιδάκι. Με πολύ διακριτικό τρόπο, αλλά με μεγάλη θεατρική μαγεία, τόνισε πολλές πτυχές του πολύ καλού, έως και μοναδικού, Ελληνα συνθέτη. Η πολύ καλή γνώμη που έχει ο Ελληνας για το μεγάλο δημιουργό σίγουρα θα μεγαλώσει και θα διευρυνθεί μετά τη θέαση του ντοκιμαντέρ, γιατί αυτό φέρνει στην επιφάνεια και νέες άγνωστες πτυχές και στιγμές του εξαιρετικού καλλιτέχνη.

Η μεγαλύτερη αρετή της ταινίας είναι ο λόγος του ίδιου του Μάνου Χατζιδάκι. Ο συνθέτης έχει το ίδιο ταλέντο στην αφήγηση όση έχει και στη σύνθεση. Οι αφηγήσεις του έχουν μουσικότητα και παράλληλα επιστημονική σαφήνεια και καθαρότητα. Και εδώ, δυστυχώς, θα παρατηρήσουμε, όπως κάναμε και στο «Cafe de los Maestros», ότι η ταινία είναι διστακτική. Δεν απλώθηκε σε μεγαλύτερες και έξω από το συνθέτη περιοχές. Και αυτό είναι μεγάλη έλλειψη!

οι ελληνικές

Η μουσική των προσώπωντου Νίκου Κορνήλιου

Τα πράγματα με τον Νίκο Κορνήλιο δεν είναι καθόλου εύκολα! Ο ανήσυχος δημιουργός, ιδιαίτερα με την τελευταία του ταινία, «Η Μουσική των Προσώπων», απαιτεί ...υπομονή! Ομως, και αυτό είναι βέβαιο, αν δείξεις κατανόηση, αν τον εμπιστευτείς, στο τέλος θα σε κερδίσει! Και μάλιστα με το ...τίποτα! Με μια ψηφιακή κάμερα, με ένα σταθερό και μόνιμο κοντινό πλάνο μέσα από το οποίο περνάει μια δυναμική ομάδα νέων ηθοποιών που εξομολογούνται, που θυμώνουν, που ερωτεύονται, που αντιδικούν, που σχολιάζουν, που βρίζουν, που χαμογελούν, ...με εξαιρετικό, με μοναδικό, σωστότερα, τρόπο!

«Στη Μουσική των Προσώπων» δεν έχουμε δράση, δεν έχουμε κίνηση, έχουμε το ελάχιστο του κινηματογράφου (ένα σταθερό και μόνιμο κοντινό πλάνο). Ωστόσο, το θαυμάσιο κείμενο και οι καταπληκτικοί ηθοποιοί καταφέρνουν να δώσουν κίνηση στην ακινησία, ρυθμό στη στατικότατα, χώρους στην έλλειψη κάθε ντεκόρ, βοή και μυρουδιές ανθρώπων. Πρόκειται για ένα γερό πείραμα που αξίζει της προσοχής μας!

Παίζουν: Λάμπρος Αποστόλου, Μαρία Πασχαλίδου, Τάσος Τσάκονας, Δάφνη Μανούσου, κ.ά.

Ολα θα πάνε καλάτου Γιάννη Ξανθόπουλου

Φρέσκα πρόσωπα με πεπαλαιωμένες ιδέες! Το αποτέλεσμα: μια ταινία που τη βλέπεις καθημερινά στην τηλεόραση (σίριαλ). Και, ωστόσο, θα κάνει εισιτήρια! Παρακαλώ, ποιος μπορεί να μου πει ποιος ευθύνεται περισσότερο; Οι δημιουργοί της ταινίας ή οι θεατές που θα τη στηρίξουν; Η απάντηση είναι ίδια με αυτήν που δίνεται στο γνωστό, η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα!

Η Τζίνα είναι αρραβωνιασμένη με τον Μιλτιάδη, ο οποίος είναι φυλακή, και γι' αυτό «τα έχει» με τον Φάνη που είναι κοινός φίλος. Οι τρεις τους, μόλις αποφυλακίζεται ο Μιλτιάδης, σχεδιάζουν την απαγωγή ενός μεγαλοδικηγόρου. Στη θέση του απάγουν τη θεία του. Αυτό είναι το στόρι και καλείται ο θεατής να γελάσει!

Ελεος; Οχι! Καλά να πάθουμε! Πρέπει να το πάρουμε χαμπάρι ότι ζούμε σε χώρα που η τέχνη, η εμπορική τέχνη για να κυριολεκτούμε, έχει απλωθεί στα πανέρια που έχουν γεμίσει τα πεζοδρόμια. Μην περιμένετε ποιότητα. Οι πωλητές, δημιουργοί, παραγωγοί, γραφεία, διανομείς, αίθουσες είναι όλοι τους για τα πανηγύρια. Και οι θεατές που τους ακολουθούν, επίσης!

Α, να μην το ξεχάσουμε. Στην ταινία εμφανίζονται τιμής ένεκεν προσωπικότητες της δημοσιογραφίας (Στέλιος Κούλογλου) και της μαγειρικής (Ηλίας Μαμαλάκης).

Παίζουν: Δημήτρης Πιατάς, Ακης Σακελαρίου, Τάκης Χρυσικάκος, Εφη Παπαθεοδώρου, Φαίη Ξυλά, Ορφέας Αυγουστίδης, κ.ά.

ΣΑΜ ΜΕΝΤΕΣ
Ο δρόμος της Επανάστασης

Ο θεατής, ευαίσθητος άνθρωπος ο ίδιος, δεν μπορεί παρά να αγαπάει τον άνθρωπο και να πονάει με τον πόνο του! Επομένως, βλέποντας το νεαρό ζευγάρι «Του Δρόμου της Επανάστασης» να περιστρέφει ατέρμονα την αδιέξοδη μεσοαστική δυστυχία του γύρω από τον άξονα της αδιέξοδης μεσοαστικής ζωής, δεν μπορεί παρά να πληγωθεί και να πονέσει! Η αστική κοινωνία δεν έχει λύσεις ούτε για τα προβλήματα που δημιουργεί η ίδια. Ο μόνος τρόπος για να βγει κανείς από αυτό το τέλμα που βιώνει σχεδόν το σύνολο της αστικής κοινωνίας, είναι ο Δρόμος της Επανάστασης. Ο Δρόμος της Επανάστασης που οδηγεί σε μια άλλη, σε μια πιο αναπτυγμένη κοινωνία, σε μια ανθρώπινη κοινωνία με άλλες αρχές, με άλλους στόχους και σκοπούς, με άλλες αξίες, χωρίς ανταγωνισμούς και χωρίς ανήθικες ηθικές (ο θάνατός σου η ζωή μου). Σε μια κοινωνία που δε θα αγωνίζεσαι για να κατατροπώσεις και για να αποδείξεις κάτι στους άλλους, αλλά θα αγωνίζεσαι να ζήσεις αρμονικά με τους άλλους (και με τον εαυτό σου).

Στην ταινία, δυστυχώς, «Ο Δρόμος της Επανάστασης», δεν είναι παρά το όνομα, η ταμπέλα της οδού στην οποία μένει το νεαρό ζευγάρι και ίσως, στο πολύ βάθος, ο υπαινιγμός των δημιουργών της ταινίας, για την πραγματική επανάσταση. Μόνον ο υπαινιγμός, όμως, αφού τίποτα άλλο στην ταινία δεν κατευθύνει το θεατή προς τη σωστή λύση, που είναι η ανατροπή του κοινωνικού συστήματος που γεννάει τα κοινωνικά και τα προσωπικά δράματα, που κάνει τους ανθρώπους δυστυχισμένους. Η ταινία δε μας αποκαλύπτει κάποια χαραμάδα. Δε σπρώχνει τους ήρωές της προς την ανατροπή. Αντίθετα, θεωρεί πως η λύση της δυστυχίας βρίσκεται μέσα στην ίδια την κοινωνία που τη γεννάει. Και δεν είναι παρά η κατανόηση, ο συμβιβασμός πως και χωρίς το Παρίσι, χωρίς την επανάσταση δηλαδή, μπορεί κάποιος να ευτυχίσει! Αντιδραστική άποψη, το δίχως άλλο.

Ενα νεαρό ζευγάρι, ευτυχισμένο επιφανειακά και πρότυπο για τη γειτονιά και τους φίλους, νιώθει σιγά - σιγά να βουλιάζει μέσα στη λάσπη της απελπισίας, του συμβιβασμού, των ανεκπλήρωτων ονείρων. Τίποτα από αυτά που επιθυμούσε να κάνει στη ζωή του, τα οποία βέβαια ήταν προσωπικά και όχι γενικά, ατομικά και όχι κοινωνικά, δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει. Στη θέση αυτών έβαλε το επιφανειακό λούστρο, την εξωτερική εικόνα, το συμβιβασμό.

Τα ανεκπλήρωτα όνειρα, όμως, ιδιαίτερα τα ατομικά ανεκπλήρωτα όνειρα που είναι εγωιστικά και συμφεροντολόγα, έχουν μεγάλες δαγκάνες! Δαγκάνες που με τον καιρό σε βουτάνε από το λαιμό και σε πάνε μπροστά στον καθρέφτη της συνείδησής σου. Εκεί σε αναγκάζουν να δεις πως, τελικά, ξύνοντας το λούστρο, τη γυαλιστερή επιδερμίδα, δεν είσαι παρά ένας φελλός. Ενας φελλός που μπορεί να μη βουλιάζει στα σκατά, ωστόσο, δεν έχει καμία ελπίδα για κάτι καλύτερο. Θα συνεχίσεις να επιπλέεις χωρίς κανόνες και χωρίς σκοπό. Από το σημείο αυτό και μετά, βέβαια, αρχίζει το δράμα. Τα βάζεις με τους γύρω σου, με την τύχη, με τον εαυτό σου. Μπαίνεις στην τροχιά της καθημερινής και αδιέξοδης δυστυχίας! Σιγά - σιγά αποδέχεσαι τον άθλιο τρόπο ζωής που βιώνεις και αναπαράγεις. Μέχρι που γίνεσαι ολοκληρωτικά δυστυχισμένος ή αυτοκτονείς!

Η ταινία, η οποία στηρίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Ρίτσαρντ Γέιτς (εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη το 1961 - κυκλοφορεί και στα ελληνικά) είναι άψογη στην καταγραφή και την περιγραφή της μεσοαστικής απελπισίας. Αδυνατεί, όμως, ή δε θέλει να δώσει απαντήσεις. Δε βλέπει ή δε θέλει να δει διέξοδο. Περιορίζει και παγιδεύει τους ήρωές της και τους θεατές της στην αδιέξοδη μεσοαστική λογική. Κρατάει το νεαρό ζευγάρι κλεισμένο στο σπίτι του και στον εαυτό του, δεν το σπρώχνει προς την κοινωνία, δεν το αναγκάζει να μετατρέψει το προσωπικό σε γενικό, το ατομικό σε κοινωνικό, να μεγαλώσει το εύρος του αγώνα του. Η ατομική ευτυχία είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής ευτυχίας. Μοιραία, λοιπόν, αυτό το ζευγάρι, αυτή η κοινωνία που αναζητά ατομική λύση σε κοινωνικά ζητήματα, θα αυτομαχαιρωθεί.

Ο προσεχτικός θεατής έχει πολλά να κερδίσει από τη συγκεκριμένη ταινία. Πρώτα θα εδραιώσει την άποψή του πως η αστική κοινωνία είναι φορέας και πηγή κακών και δεύτερον πως η διέξοδος είναι ο κοινωνικός αγώνας και όχι ο προσωπικός, ο οποίος προσωπικός αγώνας σε αποπροσανατολίζει και, τελικά, σε απογοητεύει.

Παίζουν: Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Κέιτ Γουίνσλετ, Μάθι Μπέιτς κ.ά.

ΓΚΑΣ ΒΑΝ ΣΑΝΤ
Milk

Ο Χάρβεϊ Μιλκ στις αρχές της δεκαετίας του 1960 αποφασίζει να αφήσει τη Γουόλ Στριτ, στην οποία ήταν καλά αμειβόμενος αλλά αναγκαζότανε να κρύβει την ομοφυλοφιλία του, να πάρει το φίλο του και να πετάξει για το Σαν Φρανσίσκο, τη μόνη αμερικάνικη πόλη στην οποία οι ομοφυλόφιλοι εκείνης της περιόδου μπορούσαν να ζήσουν σε σχετική ελευθερία. (Σε ένα μικρό κομμάτι της πόλης για την ακρίβεια και όχι σε ολόκληρη την πόλη).

Ο πρώτος πυρήνας των ομοφυλόφιλων που βρήκε άσυλο στο Σαν Φρανσίσκο ήταν οι διωγμένοι από τον αμερικανικό στρατό ομοφυλόφιλοι. Σε αυτό το κομμάτι της πόλης, το γνωστό σαν Κάστρο, ο Χάρβεϊ Μιλκ, υπαρκτό πρόσωπο, την ιστορία του οποίου εξιστορεί η ταινία, εξελίχτηκε σε ένα δραστήριο ακτιβιστή, ο οποίος ενέταξε το κίνημα των ομοφυλόφιλων στα μειονοτικά κινήματα της πόλης και της Αμερικής στη συνέχεια, καταφέρνοντας να κερδίσει συμπάθειες και να αποσπάσει μια σειρά νομοθετικές παραχωρήσεις από την πολιτεία. Ο άνθρωπος αυτός, μην ξεχνάτε πως μιλάμε για την Αμερική, θα δολοφονηθεί από αντίπαλό του, ενώ θα ασκεί τα καθήκοντα, του εκλεγμένου με τους δημοκρατικούς, δημοτικού συμβούλου στο Δήμο της πόλης.

Ποιος στ' αλήθεια λογικός άνθρωπος δε βγάζει το καπέλο σε μια τέτοια δυναμική προσωπικότητα. Ποιος θα αρνηθεί ότι ο Χάρβεϊ Μιλκ δεν κατάφερε να ενεργοποιήσει μια σειρά ανθρώπους και φορείς και να πετύχει (μαζί με άλλους και με τις πολιτικές συγκυρίες εκείνης της περιόδου - περίοδος του Βιετνάμ) μια πιο αξιοπρεπή ζωή για κυνηγημένους συνανθρώπους μας. Και να το αρνηθούμε εμείς η ιστορία έχει καταγράψει αυτόν τον άνθρωπο στα κιτάπια της. Ο Χάρβεϊ Μιλκ άφησε τα σημάδια του στην Αμερική του '70.

Μέχρι εδώ όλα πάνε καλά και εμείς μαζί του, που λέει ο λόγος! Το ζήτημα, όμως, της ομοφυλοφιλίας, δεν είναι νομικό θέμα. Είναι κοινωνικό ζήτημα και σαν τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται. Εξυπακούεται πως κανένας δεν πρέπει να οδηγείται στο απόσπασμα γιατί είναι διαφορετικός. Αυτά είναι για τους Μεσαίωνες και για τους φασίστες. Ομως, τα νομικά δικαιώματα του καθένα, που πρέπει να είναι αυστηρώς κατοχυρωμένα, δεν πρέπει να σκεπάζουν άλλες εξίσου ευαίσθητες διαστάσεις του ζητήματος. Διαστάσεις που έχουν να κάνουν με τις υποχρεώσεις. Με την αισθητική και την αξιοπρέπεια. Αλλά και με το παρόν και το μέλλον της ανθρώπινης κοινωνίας στο σύνολό της.

Το κίνημα των ομοφυλόφιλων στην Αμερική, αλλά και αλλού - φυσικά και στη χώρα μας -, όντας κίνημα ευδαιμονισμού και προσωπικής ευχαρίστησης, χωρίς να λαβαίνει υπόψη του άλλες παραμέτρους, σιγά σιγά εξελίχτηκε σε μια κακόγουστη, εγωιστική και αντιαισθητική καρικατούρα. Πολλοί ομοφυλόφιλοι πέρασαν στην υπερβολή της υπερβολής! Θέλοντας ίσως να προκαλέσουν ή να εκδικηθούν για τα χρόνια που ήταν υποχρεωμένοι να κρύβονται, έχασαν το μέτρο και μετατράπηκαν σε γελοίες καρικατούρες. Καρικατούρες που προσβάλουν τον άνθρωπο και τη συμπεριφορά του. Το μέρος αυτό του κινήματος των ομοφυλόφιλων, μαζί με οπορτουνιστικούς πολιτικούς χώρους και άλλους φορείς και άτομα, που άκριτα υποστηρίζουν «κινήματα» που φέρνουν ψήφους και συμπάθειες, βάζει ζητήματα που δεν έχουν καμία λογική και καμία αξία (γάμος, υιοθεσία κλπ). Ζητήματα, τέλος πάντων, που δεν τα ζητάει καμία ανάγκη.

Η ταινία του Γκας Βαν Σαντ υπέκυψε και αυτή συνειδητά στην υπερβολή και στο σχήμα. Δεν μπόρεσε να αποφύγει τις γραφικότητες, παρ' όλες τις μάχες που έδωσε ο πρωταγωνιστής της να σταθεί μακριά από αυτές. Εδωσε έμφαση στα εξωτερικά στοιχεία της ομοφυλοφιλίας και μείωσε τον Χάρβεϊ Μιλκ, παρουσιάζοντάς τον σαν μια ξεφωνημένη λαϊκή αδερφή. Ακόμα και τέτοιος να ήταν ο Μιλκ, οι πράξεις του, οι οποίες έχουν και την αξία, ήταν διαφορετικής ποιότητας. Και αυτές θα έπρεπε να τονιστούν! Πράγμα το οποίο δεν έκανε ο Βαν Σαντ.

Παρ' όλα αυτά η ταινία θα προκαλέσει συζητήσεις. Ο καθένας κάποια στιγμή θα κληθεί να τοποθετηθεί. Οσες περισσότερες γνώσεις έχεις πάνω στο ζήτημα, τόσο πιο αξιόπιστη θα είναι η τοποθέτησή σου.

Παίζουν: Σον Πεν, Εμίλ Χιρς, Τζέιμς Φράνκο, Τζος Μπρόλιν, Ντιέγκο Λούνα, Αλισον Πιλ.

  • Παίζεται ακόμα η καταιγιστική, αλλά σχεδόν φασιστική για τη βία της, περιπέτεια, «Babylon A.D.», του Ματιέ Κάσοβιτς. Μη περιμένετε υπόθεση! Πρόκειται για τρέλα!

Ανάμεσα στα άλλα στην ταινία εμφανίζεται και Παναγία με δίδυμα! Δεν πρόκειται για τη γνωστή Παναγία, αλλά για νέο δημιούργημα ενός παρανοϊκού επιστήμονα (που τυχαίνει να είναι και πατέρας της).

Ομως, αν παραβλέψουμε όλα τα παραπάνω, που δεν παραβλέπονται και δε χωνεύονται με τίποτα, η ταινία έχει πολύ καλές κατασκευαστικά κινηματογραφικές στιγμές πλήθους! Εκατοντάδες κομπάρσοι, όλοι ντυμένοι με θαυμάσια κοστούμια, κινούνται με σπάνια πειθαρχία και άνεση σε εξαιρετικά επιλεγμένους εντυπωσιακούς χώρους. Είναι στιγμές που νιώθεις ότι βλέπεις ένα εφιαλτικό ντοκιμαντέρ.

Ομως όλα ετούτα, όπως και το γρήγορο μοντάζ, το πολύ καλό ντεκουπάζ, οι ήχοι και η δράση, είναι τοποθετημένα σε μια φούσκα που ξαφνικά, όταν βαρεθείς το θόρυβο, σκάει και μένει ένα τίποτα. Μια άδεια ταινία! Μια άδεια ταινία που δεν τη σώζουν ούτε οι γνωστοί ηθοποιοί που συμμετέχουν.

Παίζουν: Βιν Ντίζελ, Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Μισέλ Γεό, Μελανί Τιερί, Σαρλότ Ράμπλινγκ.

Μεσοαστικά αδιέξοδα, ομοφυλοφιλία και άλλες ταινίες

Το ότι σπανίζουν οι μεγάλες ταινίες είναι κοινή διαπίστωση. Ο θεατής που αγαπάει τον καλό κινηματογράφο τις περισσότερες φορές μπαίνει στην αίθουσα με βαριά καρδιά. Κάποιες φορές, ωστόσο, κάποιες καλές κινηματογραφικές στιγμές, κάποιες επιμέρους επιδόσεις, ακόμα και από μέτριες ταινίες, τον αποζημιώνουν. Η ερμηνεία της Κέιτ Γουίσλετ στην ταινία του άντρα της, Σαμ Μέντες,«Ο Δρόμος της Επανάστασης», ας πούμε, είναι μια καλή κινηματογραφική στιγμή, παρότι η ταινία δεν είναι από αυτές που λέμε μεγάλες. Με την ευκαιρία, μην παρασυρθείτε από τον τίτλο, μην πάει ο νους σας στο ...πονηρό. Η ταινία είναι ένα μεσοαστικό κοινωνικό δράμα, το οποίο, βέβαια, δεν έχει καμία σχέση με την επανάσταση.

Καλή, πολύ καλή είναι και η ερμηνεία του Σον Πεν, στην ταινία του Γκας Βαν Σαντ, «Milk». Ο θαυμάσιος, πράγματι, Αμερικανός ηθοποιός ερμηνεύει με εξαιρετικό τρόπο και μεγάλη ποικιλία κινήσεων και εκφράσεων τον Χάρβεϊ Μιλκ, έναν ομοφυλόφιλο που αγωνίστηκε - και σκοτώθηκε - για τα ...δικαιώματα των ομοίων του και από σπόντα και για τα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων! Επιμέρους επιδόσεις υπάρχουν ακόμα και στη βίαιη και αποτρόπαια ταινία του Ματιέ Κάσοβιτς, «Babylon A.D.». Εξαιρετική κίνηση του πλήθους, θαυμάσιοι χώροι, ταχύς ρυθμός. Αλλά, μακριά!

Ο ελληνικός κινηματογράφος της βδομάδας είναι ...ακραίος! Από τη μια, έχουμε τη «δύσκολη», αλλά ενδιαφέρουσα, «ακίνητη» ταινία του Νίκου Κορνήλιου «Η Μουσική των Προσώπων» και, από την άλλη, την εύκολη -μέχρι απελπισίας - υπερκινητική ταινία του Γιάννη Ξανθόπουλου, «Ολα Θα Πάνε Καλά». Η πρώτη με αντικινηματογράφο προσπαθεί να μας αναστατώσει και η δεύτερη με προβλεπόμενο κινηματογράφο προσπαθεί να μας εφησυχάσει (με το «αθώο» και χαζό γέλιο)!

Τη βδομάδα κλείνουν δυο ...μουσικά ντοκιμαντέρ! Το ελληνικό «Μάνος Χατζιδάκις - Είδωλο στον Καθρέφτη», του Δημήτρη Βερνίκου, το οποίο αναφέρεται - από πρώτο χέρι (ο σκηνοθέτης της ταινίας ήταν στενός φίλος του συνθέτη) - στη ζωή και το έργο του Μάνου Χατζιδάκι και το λατινοαμερικάνικο «Cafe de los Maestros», του Μιγκέλ Κοάν, το οποίο αναφέρεται στο αργεντίνικο ταγκό της περιόδου 1940 - 1950.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ