Πέμπτη 31 Οχτώβρη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΑΜΠΝΤΕΛΑΤΙΦ ΚΕΣΙΣ
Η ζωή της Αντέλ

Πήγα στο φιλμ του Γαλλο-τυνήσιου Αμπντέλ Κεσίς σαφώς αρνητικά προκατειλημμένη, απ' αυτά που γράφονται και ακούγονται, ήδη πριν την προβολή της ταινίας στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών και την απολύτως δίκαια βράβευσή της με το «Χρυσό Φοίνικα... Περίμενα να βρεθώ μπροστά σε ένα «μαλακό (;) πορνό», από κείνα τα ελευθεριάζοντα κατασκευάσματα τα αφειδώς χρηματοδοτούμενα και πανταχόθεν προωθούμενα και επιβαλλόμενα ως επίτευγμα πολιτισμού της σύγχρονης κοινωνίας των πολιτών! Μετά από τρεις ώρες, τόσο διαρκεί η ταινία, βγήκα από την αίθουσα συγκλονισμένη από ένα φιλμ που αυτό που «δείχνει» κι αυτό που «λέει» τελούν υπό οργανική σύζευξη!

Κάθε ιστορία, κάθε αφήγηση έχει ένα νόημα και κάθε μυθοπλασία ένα ιδεολογικό φορτίο. Η ταινία του Κεσίς βασίζεται στο εικονογραφημένο ομοφυλοφιλικό μυθιστόρημα της Ζυλί Μαρό «Το μπλε είναι ένα ζεστό χρώμα» που ακολουθεί την ηρωίδα μέχρι το θάνατό της... Δεν θεωρώ τυχαίο ότι ο σκηνοθέτης επέλεξε να μην μπει καθόλου στη μελοδραματική εξέλιξη του πρωτογενούς κειμένου, στην αρρώστια και το θάνατο της πρωταγωνίστριας αλλά επικεντρώνεται αποκλειστικά στα δυο πρώτα κεφάλαια: εκείνο της «κατάρτισης» κι εκείνο της «δοκιμασίας», στα μάλλον χρησιμότερα κεφάλαια στην ξεκάθαρα κοινωνική του προσέγγιση στο θέμα της ερωτικής σχέσης...

Εντυπωσιακά στέρεη κατασκευή, με την ομορφιά της να γεννιέται στις στιγμές της ρήξης, «κλειδιά» για την ερμηνευτική διεργασία για το μέλλον της μόνης και δυστυχούς Αντέλ. Τη «ΖΩΗ ΤΗΣ ΑΝΤΕΛ» είτε τη λατρεύεις, είτε τη μισείς. Προσωπικά δε νομίζω ότι η διαδικασία ανάγνωσης του φιλμ αρκείται μόνο σε ψυχαναλυτικά ή φεμινιστικής φιλοσοφίας κριτήρια...

Το σχολείο σαν έννοια στο έργο του Κεσίς συνιστά τη μήτρα, το χώρο όπου τα πάντα αρχίζουν, αλλά και καταφύγιο, στο οποίο θα ξαναγυρίσει αυτό που το ίδιο έδωσε. Η ταινία ξεκινά μέσα στη σχολική τάξη, με το έργο του Πιέρ ντε Μαριβό «Η ζωή της Μαριάν». Ο Μαριβό μάστορας των συναισθημάτων της γαλλικής κοινωνίας του δέκατου όγδοου αιώνα, κατασκοπεύει την καρδιά των «μικρών» ανθρώπων, εκεί που γεννιέται ο έρωτας. Τον έρωτα που ο Κεσίς αποκαλύπτει με κίνηση στο λόγο και φυσικότητα στην έκφραση, που μαγεύει... Με την ανάλυση του προαναφερθέντος μυθιστορήματος ανοίγει η ταινία μια ιστορία έρωτα και κατάρτισης μιας έφηβης, που προσφέρει στην κάμερα, κάθε δυνατή λεπτομέρεια και κάθε δυνατή απόχρωση ενός οδυνηρού και ανεπανάληπτου έρωτα, χωρίς ψυχολογισμούς και με μια σαρκικότητα με απουσία κάθε νοσηρότητας. Η ταινία πράγματι χρειάζεται όλο αυτό το τρίωρο της διάρκειας. Η κάμερα κινείται από έξω προς τα μέσα και η αφήγηση όσο περισσότερο εκτείνεται στο χρόνο (τον αφηγηματικό και τον πραγματικό) τόσο περισσότερο συρρικνώνεται στο χώρο (σε μια τάξη, ένα δωμάτιο, μια κουζίνα) και υποχωρεί σε ρυθμό, μπαίνοντας σε μια παθιασμένη εξερεύνηση της εσωτερικότητας.

Η 17χρονη αισθησιακή Αντέλ (καταπληκτική η ερμηνεία της Αντέλ Εξαρχόπουλος), είναι σοβαρή. Δεν βάφεται, έχει κοντά νύχια, δεν σχολιάζει κουτσομπολίστικα, δεν τρέχει πίσω από τα αγόρια... Της αρέσουν όλα τα μαθήματα και πιστεύει ότι εξαρτάται από τον καθηγητή, το να μυήσει στην αξία του γνωστικού αντικειμένου τους μαθητές. Αγαπημένο της μάθημα η λογοτεχνία. Από τη «Ζωή της Μαριάν» του Μαριβό τη γοήτευσε η έννοια της «προδιαγεγραμμένης» από τη μοίρα συνάντηση των εραστών. Η Αντέλ σταμπάρει τυχαία στο δρόμο το αγέρωχο μπλε κεφάλι της Εμμας. Το βλέμμα της την επιλέγει, ονειρεύεται τον έρωτα μαζί της και ψάχνει να τη βρει σε γκέι στέκια της πόλης.

Η ταινία μιλά για τη συνάντηση δύο κοριτσιών από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα. Αμφότερες είναι περίεργες να ανακαλύψουν τις άγνωστες πλευρές της άλλης πραγματικότητας. Την πραγματικότητα της Αντέλ - που διαδηλώνει μαχητικά στο κέντρο του Παρισιού για δωρεάν και δημόσια παιδεία μαζί με τα εργατικά συνδικάτα - γόνο μιας αξιοπρεπούς οικογένειας της εργατικής τάξης, μετριοπαθούς και καθόλου χύμα, που συνήθως, τρώει σπαγγέτι μπροστά στην τηλεόραση παρακολουθώντας δημοφιλές καθημερινό κουίζ γνώσεων, πίνει κόκκινο κρασί και επιτρέπει στην κόρη της να μασάει με ανοιχτό στόμα, να γλύφει το μαχαίρι και να ξαναγεμίζει το πιάτο της. Η Αντέλ σε όλο το φιλμ τρώει - προτιμά το κεμπάμπ από τις κρέπες - το «φτηνό» φαγητό υποκατάστατο τόσο των ανικανοποίητων επιθυμιών της νεαρής ηλικίας, κυρίως όμως των φτωχών κοινωνικών στρωμάτων. Η Αντέλ ακόμα κλαίει με το παραμικρό και ηχηρά. Σάλια, μύξες δάκρυα γίνονται ένα, εικόνα ουδόλως «σικ»... Ολα αυτά σε αντίθεση με τη «σικ» μικροαστική οικογένεια της Εμμας, με τη σοφιστικέ μητέρα και τον πατριό, όλο τέχνη και εκθέσεις, όστρακα και λευκό παγωμένο κρασί. Με πλήρη συνείδηση και συγκαταβατικότητα για τις επιλογές της κόρης, τις αντιμετωπίζουν με περηφάνια και πλήρη φυσικότητα! Η οικογένεια της Αντέλ δεν μπορεί να διανοηθεί ζευγάρι εκτός του παραδοσιακού ετερόφυλου σχήματος, ούτε και φαντάζεται τα σεξουαλικά γούστα της κόρης, αλλά ούτε και η τέχνη αποτελεί γι' αυτούς πραγματικό επάγγελμα...

Η Αντέλ, ωστόσο, δεν είναι ομοφυλόφιλη, το βλέμμα της έπεσε τυχαία σε ένα εντυπωσιακό, δυναμικό και δυνατό αγοροκόριτσο με μπλε μαλλιά. Ετυχε να πέσει σε γυναίκα και μαζί της ζει τις ερωτικές της φαντασιώσεις. Κάνει και υπαναχωρήσεις - όπως όλοι οι ερωτευμένοι σε αρχικό στάδιο. Μετατοπίζεται, από τις πολιτικές διαδηλώσεις τη βρίσκουμε στον καρνάβαλο «Pride». Σταδιακά και όσο η σχέση παγιώνεται, η Αντέλ ορθώνει ανάστημα. Επιμένει να της αρέσει το ταπεινό επάγγελμα της νηπιαγωγού, τόσο απρεπές στον κύκλο της Εμμας, με τους εκκολαπτόμενους εικαστικούς (μεταξύ τυρού και αχλαδιού αναλύουν τον Εγκον Σίλε και τον Γκούσταβ Κλιμπτ), συγγραφείς, δημοσιογράφους και γνωστό γκαλερίστα, έτοιμους να πουλήσουν την ψυχή τους οπουδήποτε για την πολυπόθητη κοσμική αναγνωρισιμότητα και όσα αυτή συνεπάγεται. Η Εμμα ετοιμάζεται να ανέβει σμεγάλοε στάτους κοινωνικοοικονομικό, θα κάνει ατομική σε γκαλερί με φήμη... Δεν της επιτρέπεται πλέον να έχει δίπλα της μια ασήμαντη νηπιαγωγό από την εργατική τάξη. Εφτασε η ώρα της επιλογής με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει... Οι κοινωνικές συμβάσεις και η μικροαστική υποκρισία πιέζουν. Η Εμμα βρίσκει δικαιολογία - το αισχρό είναι ότι φροντίζει να βγει και από πάνω - να τελειώνει με την Αντέλ. Ενας χωρισμός που κορυφώνεται στη σκηνή του τέλους, ενώ ο πίνακας που απεικονίζει την Αντέλ μένει κρεμασμένος, το ζωντανό μοντέλο γυρίζει την πλάτη του ανεπιστρεπτί σε έναν κόσμο με τον οποίο δεν έχει τίποτα κοινό. Αναπαράσταση μέσα από μια κίνηση φυγόκεντρη όπου όλα συγχέονται, ο έρωτας και η τέχνη, η αλήθεια και το ομοίωμα...

Οι δυο πρωταγωνίστριες, με ομορφιά φυσική, χωρίς μακιγιάζ, κινούνται άνετα μπροστά στο φακό και ερμηνεύουν τους πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες με παλλόμενο ρεαλισμό. Η εξωτερική τους απλότητα, δείγμα νεανικής αθωότητας, έρχεται σε αντίθεση με τη σαρκικότητα των ερωτικών σκηνών της κρεβατοκάμαρας, που καίτοι πλήρεις λεπτομερειών, χωρίς εκπτώσεις, δε σοκάρουν, ενταγμένες όντως οργανικά στο φιλμικό κείμενο. Κάποιοι όμως αδιαμφισβήτητα θα τις θεωρήσουν ηδονοβλεπτικές... και θα έχουν - και αυτοί - δίκιο...

Παίζουν: Αντέλ Εξαρχόπουλος, Λεά Σεντού, Κατρίν Σαλέ, Ορελιάν Ρεκουάν, κ.α.

Παραγωγή: Γαλλία, Βέλγιο, Ισπανία (2013).


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ