3
Δε θα προχωρούσε η Ιστορία, αν ο Louis Auguste Blanqui, πρόεδρος της Κομμούνας του Παρισιού, φυλακισμένος ολόκληρα 33 χρόνια, για τις επαναστατικές του ιδέες, δεν ξεσήκωνε τους εργάτες στο Παρίσι και στη Λυών, που έστησαν ακόμα μια φορά τα οδοφράγματα και πίσω από αυτά στις περίφημες μέρες του Ιουνίου έκαναν αίμα το τραγούδι τους και τα ροζιασμένα τους χέρια λάβαρα. Τρεις χιλιάδες εκτελέστηκαν και δώδεκα χιλιάδες κλείστηκαν στα στρατόπεδα της συγκέντρωσης στα 1848.
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, θα γράψει ο Ρίτσος, ύστερα από 100 χρόνια κάνοντας τραγούδι της οικουμένης τον πόνο της πόλης μου, της Θεσσαλονίκης, όταν το καλοκαίρι του 1936 οι δρόμοι της γέμισαν με το αίμα των εργατών και το κροτάλισμα της έφιππης αστυνομίας. Για να προχωρήσει η Ιστορία. Να 'ρθει ο Μεταξάς, να 'ρθει και ο πόλεμος, και ύστερα από αυτόν ο εμφύλιος, τα «πέτρινα χρόνια» της ελληνικής Αριστεράς και στο τέλος μια τρεκλίζουσα ανάπηρη Δημοκρατία, που κάθε μέρα ψυχορραγεί ανάμεσα σε άνεργους, σε φτωχούς, σε χυδαίους προστάτες, σε ξαναγεννημένους ιμπεριαλιστές! Κι όλ' αυτά μ' έφερναν όλο και πιο κοντά στην Ιστορία.
Αυτό κάνουν εξάλλου και οι ποιητές, το κουκούτσι της ζωής σπάνε μέσα στις λέξεις τους και μ' αυτό μας προκαλούν και μας φέρνουν κοντά στα «πράγματα», πίσω από την ψεύτικη επιφάνειά τους. Μόνο που μου τέλειωναν οι λέξεις και μου περίσσευε ο πόνος, γιατί δεν μπορούσα να βρω τον έρωτα που βρήκε ο Κωστής ο Μοσκώφ, για ν' αγαπήσει μέσα από αυτόν τον κόσμο ολόκληρο, τον Αλλο. Και να πεθάνει μια μέρα ήσυχος και ερωτευμένος με τη ζωή, την επανάσταση και τα προδομένα της όνειρα. Για να μας μάθει με το παιδικό του χαμόγελο πως η Ιστορία είναι ο έρωτας για τη ζωή, για το ακριβό τίμημα της ζωής που είναι η επανάσταση.
* * *
«Θυμούμαι από μικρό παιδί, τρία πράγματα για τον πατέρα μου. Πρώτο, σπάνια τον είδα στο σπίτι δίχως την πένα στο χέρι, δίχως ένα χειρόγραφο, δίχως απασχόληση με κάποια ιδέα. Δεύτερο, ήταν τρυφερός πατέρας και σύζυγος. Σαν πατέρας ήταν γεμάτος από ιστοριούλες, σκίτσα και ζωγραφιές που σχεδίαζε όταν μας έλεγε τις ιστορίες του. Τρίτο, η ζωή του ήταν γεμάτη από ανθρώπους, συνεδριάσεις, φίλους, επισκέπτες. Κι όμως όσο διανοούμενος κι αν ήταν παρέμεινε λαϊκός, φίλος όλων και ειδικά της εργατικής τάξης (αφού κι αυτός ήταν γέννημα φτωχής αγροτικής οικογένειας). Πίστευε στο ρόλο της εκπαίδευσης ως εκπαιδευτικός. Δεν παρέμενε πίσω από το γραφείο, ανέβαζε θεατρικά έργα, του άρεσε η διασκέδαση.
Τον παρουσιάζω όπως τον είδα σε διάφορα στάδια της ζωής του, αλλά με στοιχεία από τη μητέρα μου, Αναστασία Ανθία, για τη ζωή του πριν μεταναστεύσει στην Αγγλία, το 1948, και από το έργο του, ένα από τα πιο σημαντικά στην κυπριακή και στην ελληνική λογοτεχνία. Τον Ανθία τον βλέπανε στην Κύπρο και στην Ελλάδα σαν τον ποιητή της Αριστεράς, μ' όλο που η ποίησή του είχε πλατιά εκτίμηση. Στην Κύπρο, παντού κάποιος - συνήθως άνω των 40 ετών - μπορούσε να απαγγείλει τουλάχιστον ένα ποίημά του. Από μικρό μαγαζάτορα, ως καφετζή, ως μουχτάρη μέχρι βουλευτές, διανοούμενους, ηθοποιούς και κυβερνητικούς εργάτες. Ο Ανθίας έχει αναγνωριστεί όχι μόνο ως ο ποιητής της Αριστεράς, αλλά της πονεμένης Κύπρου. Πρόσφατα συγκρίθηκε με τον Καζαντζάκη, τον Σαρτρ και άλλους ως ποιητής της υπαρξιακής ανησυχίας.
Ο ποιητής - όπως όλοι οι άνθρωποι- εξαρτούνται για την εξέλιξή τους από την κοινωνία και το στάδιο εξέλιξης της οικονομικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής της εποχής τους. Ο ποιητής, κάθε καλλιτέχνης, ξεχωρίζει από τους ανθρώπους με δύο τρόπους. Πρώτα, χρησιμοποιεί τα στοιχεία της εποχής του με τρόπο ανατρεπτικό - δηλαδή τα διαμορφώνει προς καινούριες κατευθύνσεις - και ξεπερνά τα όρια της εποχής δείχνοντας ξεκάθαρα το χαρακτήρα τους και συνειδητοποιώντας τα με δημιουργικό τρόπο. Ο καλλιτέχνης μιλά με τρόπους και μορφές που έχουν νόημα και για μελλούμενες γενιές. Δεύτερο δεν αντανακλά μονάχα την εποχή του, αλλά συνεισφέρει και στη διάπλαση και την αλλαγή της.
Συνδέω το έργο του πατέρα μου με τη βιογραφία του, δείχνοντας πως και ο ίδιος, κάτω από ειδικές κοινωνικές καταστάσεις της οικονομικής και πολιτικής ζωής της χώρας του, της Κύπρου, και μετά σαν μετανάστης στην Αγγλία, όπως και στην προσωπική του ζωή, δημιούργησε ένα έργο που έσπασε τα όρια της εποχής του και χάραξε μια καινούρια δημιουργική περίοδο.
* * *
Μαθητεύει στο Εμπορικό Λύκειο της Λάρνακας το 1916-17, όπου τυπώνει και μεταδίδει ποιήματα σαν το "Ξύπνα λαέ", τα πιο πολλά δεκαπεντασύλλαβα, περιγράφοντας σκηνές πείνας, δυστυχίας, ορφάνιας κτλ. και έπειτα (1917-22) στο ιεροδιδασκαλείο Λάρνακας, όπου δημοσιεύει ποιήματα σε περιοδικά και εκδίδει την πρώτη ποιητική του συλλογή, τα "Λουλούδια της αγάπης".
Δουλεύει σαν δάσκαλος στη Χοιροκοιτία (1922-23) και μετά φεύγει για την Ελλάδα για να σπουδάσει φιλολογία. Λόγω οικονομικών δυσκολιών εργάζεται ως δάσκαλος στη Σπάρτη και μετά στο Σκλαβοχώρι (1924-1926). Στη Σπάρτη πρωτοβγάζει τα περιοδικά "Φλόγα" και "Σπίθα". Επιστρέφει στην Αθήνα (1926), όπου αρχίζει η "αλήτικη» ζωή. Γυρίζει τις ταβέρνες με την παρέα του Βάρναλη, του Βουρνά και άλλους. «Αλήτης» άστεγος, μπήκε γρήγορα στον κύκλο της νέας δημιουργικής κατεύθυνσης της Αθήνας. Αυτή η εμπειρία του καταγράφεται στα "Σφυρίγματα του Αλήτη" ( 1928). Μια συλλογή με καινούρια φωνή, που τράνταξε την εποχή της, που παραμένει σημαντικός σταθμός στη νεοελληνική ποίηση και είναι γραμμένη στα πλαίσια ενός φιλολογικού υπαρξισμού - ο "αλήτης" αναζητεί τον αληθινό εαυτό του, ένα σύμπαν έξω από την αλλοτρίωση, τη μιζέρια. "Ηρωας" δεν είναι ο παραδοσιακός λεβέντης, αλλά ένας "αλήτης", καταθλιμμένος, περίγελο δεσποινίδων και κυριών, που επισκέπτεται και πόρνες, βλέποντάς τις σαν θύματα. Υπάρχει πολύ κοινωνικό περιεχόμενο σ' αυτή τη συλλογή - κάτι που πολλοί κριτικοί περιφρόνησαν, όπως στο ποίημα"Οι καταφρονεμένοι":Φέρε μας, κάπελα, κρασί/κ' έλα με μας να πιεις και συ./Ηρθαμε τώρ' απ' τη δουλειά,/μάδειο μυαλό κι άδεια κοιλιά,/μες το πιοτό να ξεχαστούμε/(Ζωή που κάνουμε και μεις, μαρτύρια που τραβούμε!)(...)».
Υπάρχουν όμως και ποιήματα ερωτικά και πιο φιλοσοφικά, ενώ η μορφή των ποιημάτων είναι παραδοσιακή, πολύ λυρική. Ο "Αλήτης" δεν μπόρεσε ακόμη να ορίσει τον εχθρό του. Λέει μόνο εκείνα που υποφέρει σαν στο "Βάκχικο ": "Ηθελα απόψε να σου πως για τη λατέρνα/μα πού μ' αφήνουνε τα ντέρτια να σκεφτώ./Αν θέλεις όμως, έλα κέρνα ξανακέρνα/ίσως μπορέσω στο πιοτό να ξεχαστώ".
* * *
* * *
Το 1931 εκδίδει τη "Δευτέρα Παρουσία", που έγινε αφορμή να αφοριστεί από την Εκκλησία. "Ηρωές" του είναι άνθρωποι εκμεταλλευόμενοι, οργισμένοι, επαναστατημένοι - και μέσω αυτών κατηγορεί ο ποιητής το Θεό ως προσωποποίηση του κακού, της καταπίεσης και αδικίας. Ενα έργο κοινωνικό και φιλοσοφικό, που παρουσιάζει όλους τους καταπιεσμένους της Γης. Το 1931 εκδίδει το "Πουργατόριο" και το 1934 το "Διψασμένοι στην Αβυσσο".Στο "Χάος" (1936) ασχολείται με ανισότητες και τη νοοτροπία της σύγχρονης κοινωνίας. Στην "Εξοδο" (1937) καταδικάζει τις ψευδαισθήσεις της εποχής: "Μη μας μιλάτε για τη φρίκη των δραμάτων/που παίζονται στου κόσμου τη σκηνή".Στην "Ανοδο" (1939) εκφράζει παγκόσμια προβλήματα, αλλά και προσωπικά. Το 1939 και το 1940 εκδίδει το "Ιντερμέδιο" και το "Β Ιντερμέδιο" - το δεύτερο περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα και σε ελεύθερο στίχο - εκφράζοντας και την προσωπική του ζωή. Είναι η εποχή του πρώτου του γάμου που τον κάνει δυστυχισμένο. Το 1940 και '41 εκδίδει το "Βομβύκιο" και τη "Σερενάτα", από τα λυρικά ποιήματά του. Από το 1937 δουλεύει στην " Πρωϊνή", διδάσκει στο Μελκονάν (Αρμένικο Κολέγιο), κάνει ραδιοφωνικές εκπομπές, προγράμματα στο "Μαγικό Παλάτι" και εκδίδει τον "Πεννοφόρο" (εβδομαδιαίο σατιρικό περιοδικό). το 1942 διαλύεται ο γάμος του και το 1943 παντρεύεται τη μητέρα μου, Αναστασία Ανθία, σύντροφό του ως το θάνατό του.
* * *
Τα "Σφυρίγματα του Αλήτη" (1943) αισιοδοξούν, αλλά με μια μελαγχολία και πολλή λυρικότητα. Εκδίδει το "Εκ βαθέων" (1944), υμνώντας την απελευθέρωση. Στο "Ανθρώπινο έπος" (1945) υμνεί την ανθρώπινη ζωή. Είναι ένα επικολυρικό ποίημα, το πιο ώριμο ιδεολογικά. Λέγει: "αξίζουνε οι θυσίες για τα μεγάλα" και "ρίξε μέσα στον τάφο ό,τι πεθαίνει". Τώρα εκφράζεται σε ελεύθερο στίχο, θέλοντας να απαλλαγεί από τα δεσμά του παραδοσιακού.
Από το 1945 η ποίηση του Ανθία καταγράφει σύγχρονα γεγονότα, ειδικά την αντίσταση της Ελλάδας και Κύπρου, την ελπίδα για κοινωνική αλλαγή, την πάλη εναντίον της ξένης κυριαρχίας, για δικαίωση και ελευθερία. Στην "Κυπριακή Ραψωδία" (1946) λέει: "Μια πέτρα μέσ' στο πέλαγο είν' η γη μου" και "Ξένε, πατάς την πέτρα που δε σάλεψαν, τι φωνές θύελλες και τρικυμίες".
Από το 1930-1948 έγραψε πεζά, νουβέλες, θεατρικά έργα, διηγήματα, λαογραφικά κείμενα: "Μπλακ Μαρία" (1934), "Ο γιόκας μας" (1936), "Το ταξίδι στον ήλιο" (1940), "Ζωντανή Κύπρος" (1941). Εκδίδει το δίτομο " Μουσικό Εγκόλπιο" - Λαϊκά και επαναστατικά τραγούδια στη βυζαντινή και ευρωπαϊκή μουσική. Το 1948 πηγαίνει στο Λονδίνο με την οικογένειά του - εκδίδει τη " Φλόγα" και " Σπίθα", κάνει εκπομπές στην Ελληνική Υπηρεσία του BBC με τον Μιχάλη Κακογιάννη και δουλεύει σαν ανταποκριτής του " Ταχυδρόμου" Αλεξανδρείας και συντάκτης στο "Βήμα" της παροικίας. Το 1953 είναι κύριος ιδρυτής της Ελληνικής Σχολής Λονδίνου, όπου δουλεύει τα βράδια σαν δάσκαλος.
* * *
Το 1962 εκδίδει τα Απαντά του και παρότι υποφέρει από την καρδιά του συνεχίζει την πολιτική και ποιητική του δραστηριότητα. Η "Κυπριακή Τραγωδία" (1965) είναι εμπνευσμένη από την Τηλλυρία και το διαχωρισμό Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων. Το 1966 εκδίδει την "Λαμπρακιάδα" για το Γρηγόρη Λαμπράκη, στενό φίλο του, που η δολοφονία του ήταν μια προσωπική πληγή για τον Ανθία. Το είχε καημό να του γράψει ένα τραγούδι, αλλά δεν έζησε να το χαρεί. Τον είχε συνοδέψει στο " Μαραθώνα της Ειρήνης" και του τραγουδά σαν υστερόγραφο, στους δίσκους που βγάζει στη μνήμη του: "Η δάφνη ως γίγαντας θα ζει/και θα φουντάρει η Νέα Ζωή/με το δικό σου το αίμα".
Οι τελευταίες του συλλογές είναι το "Σ' αγαπώ" (1966) και "Αγρυπνώ για Σένα Ελλάδα" (1967). Το "Σ' αγαπώ" ήταν εμπνευσμένο από την Αναστασία, μεγάλη συντρόφισσα της ζωής του, αλλά συμβολίζει και την αγάπη του για τη ζωή. Το "Αγρυπνώ..." καταδικάζει τη Χούντα. Η υγεία του χειροτερεύει. Πεθαίνει από καρδιακή προσβολή στις 8 Νοεμβρίου 1968 και κηδεύεται στο χωριό του Κοντέα, όπως επιθυμούσε.
* * *
«Τα σφυρίγματα του αλήτη» (1929 Α΄ και Β΄ έκδοση στην Αθήνα και Γ΄ στην Κύπρο. Αλλες πέντε εκδόσεις σε Κύπρο και Λονδίνο μέχρι το 1956). «Αγιε Σατάν, Ελέησόν με» (Ποιήματα, Α΄ έκδοση Αθήνα 1930). «Η Δευτέρα Παρουσία» (Ιλαροτραγικό έπος, 1931). «Το πουργατόριο» (Ιλαροτραγικό έπος, 1931).«Μπλακ Μαρία Νο Ι» (Ρομάντζο, 1934). «Η δημοπρασία» (Τρίπρακτο δράμα, 1935). «Ο γιόκας μας» (Τρίπρακτο παιδικό δράμα, 1936). «Το χάος» (Ποιήματα, 1936). «Η έξοδος» (Ποιήματα, 1937) .«Η άνοδος» (Ποιήματα, 1938). «Ιντερμέδιο» (Ποιήματα, 1939). «Το Β΄ Ιντερμέδιο» (Ποιήματα, 1940). «Βομβύκιο» (Λυρική σύνθεση, 1940). «Ταξίδι στον ήλιο» (Τρίπρακτο παιδικό δράμα, 1940). «Σερενάτα» (Συμφωνικό ποίημα,1941). «Ηρωικό εμβατήριο» (Τρίπρακτο δράμα, 1941). «Η ζωντανή Κύπρος» (Λαογραφικά θέματα, 1941). «Το παλληκάρι της φακής» (Τρίπρακτη παιδική κωμωδία,1942).«Ηρωική συμφωνία» (Επικό ποίημα, 1942). «Στάλινγκραντ» (Δράμα σε 3 εικόνες, 1942). «Ανώνυμοι εν οδώ αλληλούια» (Πολεμική κωμωδία, 1943). «Αμαρτωλοί και κλέφτες» (Τρίπρακτο δράμα, 1943). «Σφυρίγματα του ερημίτη» (Ποιήματα, 1943). «Εκ βαθέων» (Ποιήματα,1945). «Μουσικό εγκόλπιο» (α΄ και β΄ τόμος, εθνικά, λαϊκά κι εργατικά τραγούδια, 1945). «Το ανθρώπινο έπος» (Επικολυρικό ποίημα, 1946). «Ελλάδα» (Επικολυρικό, ποίημα,1946). «Κυπριακή ραψωδία» (Επικολυρικό ποίημα, 1947). «Το τραγούδι της Γης» (Λονδίνο, 1951). «S.O.S.» (Συμφωνικό ποίημα, Λονδίνο 1952). «Το ημερολόγιο του C.D.P.» (Κύπρος 1956). «Ορατόριο» (Λονδίνο, 1961). Στα αγγλικά μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν τέσσερα έργα του Τ. Ανθία.
Η συγγραφέας Ελένη Βοΐσκου έγραψε για το αφιέρωμα του «Ρ» στον Τεύκρο Ανθία το παρακάτω κείμενο:
«Νομίζω πως συναντήθηκα μόνο δυο φορές με τον Τεύκρο Ανθία και όμως, ήταν σαν να τον έβλεπα συχνά. Η μια φορά ήταν στην Κύπρο, παραμονές της λήξης του Β` Παγκόσμιου Πολέμου. Η άλλη, στο Λονδίνο, το καλοκαίρι του 1963. Τον γνώρισα και από αφηγήσεις του μεγάλου Κύπριου συγγραφέα Νίκου Νικολαΐδη, που μου είχε δώσει να του πάω μήνυμα όταν ταξίδεψα στην Κύπρο, από τα βιβλία του και από τους διάφορους διωγμούς, όταν υπογράφαμε για την απελευθέρωσή του. Πληθωρική προσωπικότητα, άνθρωπος γεμάτος δράση και ενθουσιασμό.
Ανεξίτηλη στη μνήμη μου η βραδιά στο σπίτι του στο Λονδίνο, τη χρονιά της Α` Μαραθώνιας Πορείας. Ο σύντροφος μου Αντώνης Μάρταλης κι εγώ παρακαθίσαμε σ' ένα ατέλειωτο δείπνο κυπριακής φιλοξενίας με τη γυναίκα του Ανθία, τα τρία του παιδιά (ο γιος του μόλις είχε πετύχει υποτροφία για το Πανεπιστήμιο), την κουνιάδα του και τον ποιητή να απαγγέλλει ποιήματά του, να τραγουδά μελοποιημένους στίχους από τον ίδιο για τον Γρηγόρη Αυξεντίου, να εξιστορεί τον πόνο της Κύπρου, να σε βάζει να καθίσεις στην καρέκλα όπου κάθισε ο μεγάλος φίλος του Λαμπράκης, που μαζί του είχε περπατήσει στη Μαραθώνια Πορεία.
Είναι μερικοί άνθρωποι, που σε κάνουν να νιώθεις ικανοποιημένος, γιατί τους γνώρισες, γιατί σε δέχτηκαν στην απεραντοσύνη της καρδιάς τους.
Πασίγνωστος ο Ανθίας στην Ελλάδα σε παλαιότερα χρόνια. Τι γνωρίζει για την ποίησή του η νεότερη πνευματική Ελλάδα;».