Κυριακή 7 Δεκέμβρη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
38Ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ
Από πού πάνε για την... κατάψυξη;

Πριν από λίγα χρόνια, όταν ξεκίνησε η "διεθνοποίηση" του Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, είχε διατυπωθεί η πρόθεση, να καθιερωθεί για τους θεατές των προβολών ένα επίσημο ένδυμα, κάτι σε φράκο ή σε σμόκιν για τους κυρίους και, προφανώς, οι τελευταίες κρεασιόν των Γάλλων μόδιστρων για τις κυρίες. Ομως, οι Ελληνες κινηματογραφιστές δεν είναι συνηθισμένοι να κυκλοφορούν σαν πιγκουίνοι, ενώ ακόμη και οι γιάπηδες του κινηματογράφου προτιμούν πιο έξαλλα συνολάκια. Ετσι, η πρόθεση πέρασε στην ιστορία σαν μια ανυπόμονη έκφραση βιασύνης της Νέας Διεύθυνσης να επιβάλει στο άψε σβήσε τις δικές της αισθητικές αντιλήψεις. Οπου αισθητική είναι κάτι, που μέσα στην ανώδυνη αοριστία του περιλαμβάνει τα πάντα: Ιδεολογίες, φιλοσοφίες, συμπεριφορές κλπ. κλπ. Περιλαμβάνει τα πάντα και τα καθιερώνει χωρίς πολλά πολλά: με ένα βλέμμα.

Ενα "βλέμμα", αλλά τι βλέπει;

Από τότε πολλά έγιναν και πολλά είναι να γίνουν στον τρόπο που λειτουργεί η διοργάνωση. Αλλά ανεξάρτητα από τις "λεπτομέρειες", το φεστιβάλ προχωρά σε ένα δρόμο, στο βάθος του οποίου προβάλλει εκείνη η "ουτοπία" του φράκου, της σοβαροφάνειας, του καθωσπρεπισμού, της "αποστείρωσης". Και καθώς η "αποστείρωση" σκοτώνει ό,τι κινείται, αυτή η κατάσταση της μακάριας ακινησίας, το ιδανικό ενός πολύ καθαρού, λαμπερού τίποτα μοιάζει να είναι ο προορισμός, στον οποίο είχε στραφεί το τελευταίο δεκαήμερο του Νοέμβρη το 38ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να εξασφαλίσει αυτό το ασφαλές τίποτα σε μια κοινωνική "περιοχή", όταν σε αυτήν συνευρίσκονται στοιχεία που συνιστούν μια διαφορετικότητα στην προέλευση, στις αντιλήψεις, στις επιδιώξεις. Γι' αυτό τώρα πια στις διαδικασίες και στην πραγματοποίηση του Φεστιβάλ δε συνευρίσκεται κανείς. Οι επιλογές στον τύπο και στην ουσία είναι "διορισμένες", όπως και ο διευθυντής, στον οποίο επαφίενται. Και το κοινό (το πραγματικό κοινό) "εξορισμένο" στα παράλληλα προγράμματα, αφού "δε χωρά" στο ανακαινισμένο "Ολύμπιον", τη μόνιμη πια αλλά και ανεπαρκή στέγη του Φεστιβάλ, που φρουρείται σαν τράπεζα ή σαν το μέγαρο μουσικής...

"Χρυσός Αλέξανδρος" ή κάλπικη λίρα;

Φέτος, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, ο διορισμένος διευθυντής γύρισε τα υπόλοιπα ανά τον κόσμο φεστιβάλ για να επιλέξει τις ταινίες που θα διαγωνίζονταν στο διεθνές τμήμα της Θεσσαλονίκης. Οπως και τα προηγούμενα χρόνια, οι ταινίες επιλέχτηκαν με κριτήριο το "πρωτοεμφανιζόμενο" του σκηνοθέτη, με στόχο να δοθεί μια κάποια ταυτότητα σε αυτή την εκ των προτέρων και εκ των άνωθεν κατασκευασμένη επιδίωξη για δημιουργία ενός Διεθνούς Φεστιβάλ. Ετσι, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, το Διεθνές Τμήμα δεν ήταν παρά ένα επιλεκτικό μάζεμα ορισμένων "καλών" ταινιών, που το μόνο που τις "ένωνε" και το μόνο που τις "χώριζε" ήταν ότι αποτελούσαν πρώτες ή δεύτερες δουλιές των δημιουργών τους.

Ομως τι ταυτότητα μπορεί να δώσει ένα τέτοιο κριτήριο σε ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ; Ποια θα ήταν η διαφορά αν οι φιλοξενούμενες ταινίες ήταν οι τρίτες ή οι τέταρτες για τους σκηνοθέτες τους; Και τι παραπάνω ευκαιρίες θα έχουν οι δημιουργοί τους για να αναδείξουν το έργο τους, από τις ευκαιρίες που είχαν στα φεστιβάλ που προβλήθηκαν, απ' όπου και επιλέχτηκαν για τη Θεσσαλονίκη; Και τι συνέχεια μπορεί να δώσει στη ζωή αυτών των έργων ένα τέτοιο φεστιβάλ, που επιλέγει να αποτελεί τον τελευταίο κρίκο στην αλυσίδα των διεθνών διοργανώσεων; Και ποια οργανική σχέση μπορεί να έχει ένα τέτοιο Διεθνές Τμήμα με το ελληνικό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, αν δεν είναι σε θέση να διευρύνει τους ορίζοντές του, να το τοποθετήσει σε έναν ευρύτερο πολιτιστικό χώρο; Και μήπως δε θα ικανοποιούνταν όλα αυτά τα "αιτήματα" με την καθιέρωση μιας γεωγραφικής ταυτότητας, με τη δημιουργία ενός βαλκανικού ή μεσογειακού φεστιβάλ για παράδειγμα; Η μήπως από το μέτρο μιας αυτογνωσίας (που δεν αποκλείει την αυτοπεποίθηση) είναι προτιμότερη η αμετροέπεια των παραγοντισμών και ενός "μικρομεγαλισμού", που εκφράζεται και στις απονομές των βραβείων: "Χρυσός Φοίνικας" εκεί, "Χρυσό Λιοντάρι" αλλού, ας δώσουμε κι εμείς έναν "Χρυσό Αλέξανδρο" για να προσδοθεί στην όλη υπόθεση κάποιο κύρος, που αν υπήρχε πραγματικά, θα αρκούσε κι ένα ξερό κούτσουρο για να το επικυρώσει.

Και το ελληνικό φεστιβάλ;

Είναι γνωστό ότι, όπως προβλέπει το πολυνομοσχέδιο του ΥΠΠΟ, από την επόμενη χρονιά το φεστιβάλ του ελληνικού κινηματογράφου θα καταργηθεί. Ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο καταρτίστηκε το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, οι αδιαφανείς διαδικασίες, η περιφρόνηση των ανθρώπων του κινηματογράφου είναι ενδεικτικά των κυβερνητικών προθέσεων. Και του χρόνου τέτοιες μέρες, οι Ελληνες δημιουργοί, οι κινηματογραφιστές, οι ηθοποιοί, οι τεχνικοί θα κληθούν "να προσέλθουν δι' υπόθεσίν των" στη Θεσσαλονίκη... Ομως το πιο εντυπωσιακό είναι, ίσως, η ευκολία με την οποία υπουργοί, "περιβάλλοντα", "παράγοντες" αρμόδιοι και αναρμόδιοι, διανύσανε μια διαδρομή παλινωδιών και αντιφάσεων μέχρι να καταλήξουνε (;) στις συγκεκριμένες ρυθμίσεις: Στην αρχή το πρόβλημα ήταν ο διαγωνιστικός χαρακτήρας του Φεστιβάλ και τα (μη χρηματικά) βραβεία, που έπρεπε να καταργηθούν, για να δημιουργηθεί ένα "πανόραμα" του ελληνικού κινηματογράφου. Φυσικά, είναι παράδοξο να απορρίπτει κανείς το "σαρκοβόρο" συναγωνισμό στο ελληνικό φεστιβάλ και να το θεσμοθετεί στο διεθνές, αλλά αυτή η αντίφαση μπορεί να εξηγηθεί με την κατωτερότητα των "ξένων", που έτρωγαν ωμό κρέας στις σπηλιές τους, όταν "εμείς" χτίζαμε τον Παρθενώνα...

Κατόπιν μπήκε θέμα για τη διαδικασία επιλογής των ελληνικών ταινιών (όμως ποιας επιλογής αφού μιλάμε για "πανόραμα";). Η λύση βρέθηκε στην κατάργηση των "καταραμένων" δημοκρατικών διαδικασιών, αυτού του "απαράδεκτου παζαριού που αδυνατεί να προάγει την τέχνη". Στη θέση του "παζαριού" εγκαθίσταται τώρα ένα "μονοπώλιο", που φαίνεται ότι κατέχει κάποιο προνόμιο καλλιτεχνικής επιφοίτησης. Ετσι στο εξής, λέει, τις ταινίες του ελληνικού τμήματος θα τις επιλέγει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, που διορίζεται από τον υπουργό (και γιατί όχι ο ίδιος ο υπουργός;). Αν όμως η "προαγωγή της τέχνης" συναρτάται με την ελευθερία της, είναι γνωστή στους πάντες η δυνατότητα καλλιτεχνικού ελέγχου που μπορεί να ασκηθεί μέσα από τη θεσμοθέτηση της όποιας αυθεντίας. (Είναι, ας πούμε, δύσκολο να δεχτούμε ότι η "διαρροή" της πληροφορίας ότι το θέμα του τελευταίου φεστιβάλ των Καννών ήταν η βία, δεν οδήγησε μια σειρά σκηνοθέτες να υιοθετήσουν στις ταινίες τους το "προτεινόμενο" από το διευθυντή του φεστιβάλ θέμα... Κι ούτε μπορεί κανείς να παραγνωρίσει τη θελημένη ή αθέλητη προσαρμογή σε συγκεκριμένες κάθε φορά αισθητικές προτιμήσεις). Αφού λοιπόν ξεκαθάρισε το θέμα της επιλογής, ξαφνικά ο διαγωνιστικός χαρακτήρας επανήλθε "σαρκοβόρος" όσο ποτέ.

Ετσι, τα βραβεία δε θα αποτελούν απλές διακρίσεις στα πλαίσια ενός κινηματογραφικού φεστιβάλ, αλλά το Ελληνικό Τμήμα θα αποτελεί το χώρο του διαγωνισμού για τα καθόλου ευκαταφρόνητα χρηματικά κρατικά βραβεία. Θα αποτελεί το χώρο του πιο σκληρού μέχρι τώρα ανταγωνισμού των κινηματογραφιστών, ένα χορό δημόσιων σχέσεων, επιρροών και προσωπικών εξαρτήσεων με διευθυντή της ορχήστρας τον εκάστοτε υπουργό, μέσω του όποιου διορισμένου διευθυντή του. Καθαρό τοπίο για το επόμενο βήμα, κάποιον μελλοντικό "όμιλο φίλων του κινηματογράφου" σαν το τελικό στάδιο της "αποστείρωσης", της χειραγώγησης, της υποταγής.

Και το φετινό πρόγραμμα;

Δώδεκα ελληνικές ταινίες προβλήθηκαν στο ελληνικό διαγωνιστικό τμήμα της Θεσσαλονίκης, δίνοντας το στίγμα της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής του χρόνου που πέρασε. Ταινίες που προσεγγίζουν την πραγματικότητα μέσα από το προσωπικό βλέμμα των δημιουργών τους. Ταινίες που θα έπρεπε να αποτελούν το κύριο αντικείμενο μιας δημοσιογραφικής παρουσίασης του φεστιβάλ, αν άλλοι "εξωκαλλιτεχνικοί" παράγοντες δεν έδιναν με τον τρόπο τους (και είναι κρίμα) προτεραιότητα σε άλλου είδους σχολιασμούς.

Το ερώτημα, όμως, που παραμένει και θα παραμένει όσο δε δίνεται μια έμπρακτη απάντηση, είναι πώς αυτές οι ταινίες θα καταφέρουν να συναντηθούν στο σύνολό τους με το κοινό των κινηματογραφικών αιθουσών. Πώς θα κερδίσουν τον ανταγωνισμό με τα εισαγόμενα προϊόντα, όχι στο πεδίο της ποιότητας, η οποία είναι αναγνωρίσιμη στο βλέμμα ενός απροκατάληπτου θεατή, αλλά στο πεδίο της εμπορικής προώθησης, της διαφήμισης, του ελέγχου των αιθουσών. Πώς μια γήινη, ανθρώπινη περιπέτεια σαν την "Βασιλική" θα ανταγωνιστεί τα κατορθώματα του ιπτάμενου προέδρου των ΗΠΑ στο "Air force one"; Πώς το χειροποίητης αξίας γέλιο από "Τα χρυσά μήλα των εσπερίδων" θα μετρήσει όσο οι καταναλωτικές εμπνεύσεις ενός "Ηρακλή" - Ντακ μιας πολυεθνικής σαν την "Ντίσνεϊ"; Πώς κάποια ντοκιμαντέρ σαν τις "Σκουριασμένες εικόνες",τη "Σινασό",την "Επανάσταση της σιωπής" θα σπάσουν το φράγμα της τηλεοπτικής τους καταδίκης; Με δυο λόγια, πώς τα full budget μιας βαριάς κινηματογραφικής βιομηχανίας, που κάνει το θεατή εξάρτημά της, θα δώσουν στο "no budget story" του ελληνικού κινηματογράφου το χώρο που του ανήκει;

Αγης ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗΣ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ