Κυριακή 30 Ιούλη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 3
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«... να σου παίξω μπουζουκάκι, μ' όμορφη διπλοπενιά.»

Είκοσι εννέα χρόνια συμπληρώνονται στις 3/8 από το θάνατο του μεγάλου λαϊκού συνθέτη Γιάννη Παπαϊωάννου

Στο «Φαληρικό», στις Τζιτζιφιές με τον Βασίλη Τσιτσάνη
Στο «Φαληρικό», στις Τζιτζιφιές με τον Βασίλη Τσιτσάνη
«Τα τραγούδια μου είναι τα παθήματά μου, οι αγώνες μου, το μεροκάματο για τη φασολάδα, τα όνειρά μου, οι καντάδες μου, η ζωή μου ολόκληρη και η ζωή του φτωχού κοσμάκη...», έλεγε ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο συνθέτης με την τεράστια προσφορά στο ανόθευτο λαϊκό τραγούδι. Ο δημιουργός αθάνατων τραγουδιών, όπως τα «Φαληριώτισσα», «Ανδρέας Ζέπος», «Πριν το χάραμα», «Ανοιξε γιατί δεν αντέχω», «Κάνε κουράγιο», «Βαδίζω και παραμιλώ», «Χθες το βράδυ σε μια βάρκα», «Σβήσε το φως» και εκατοντάδων ακόμη. Την ερχόμενη Πέμπτη, 3 Αυγούστου, συμπληρώνονται 29 χρόνια από το θάνατο του αυθεντικού, πηγαίου καλλιτέχνη, που έμελλε να φύγει νωρίς από τη ζωή, σε ηλικία 58 χρόνων (σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1972).

Από την Κίο στη «Φαληριώτισσα»

Ξεχωριστή μορφή του λαϊκού τραγουδιού, με εντελώς προσωπικό ύφος, και άνθρωπος με μεγάλη καρδιά και σπάνιο ήθος, ο Γιάννης Παπαϊωάννου γεννήθηκε στην Κίο της Μ. Ασίας το 1914. Με την καταστροφή του 1922, έφυγε με τη μητέρα και τη γιαγιά του στην Ελλάδα. Αρχικά, εγκαταστάθηκαν στις Τζιτζιφιές και από μικρό παιδί δούλεψε σκληρά. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τη μουσική. Στην αρχή με το μαντολίνο, λίγο αργότερα με την κιθάρα και στη συνέχεια με τον παντοτινό σύντροφο της ζωής του, το μπουζούκι. Ο ίδιος ο συνθέτης μιλά για την πρώτη του «γνωριμία» με το λαϊκό όργανο στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ντόμπρα και σταράτα», που επιμελήθηκε ο Κώστας Χατζηδουλής (εκδόσεις «Κάκτος»). Ηταν η εποχή που δούλευε στις οικοδομές και μοιραζόταν όνειρα και ευαισθησίες με την κιθάρα του. Ενα μεσημέρι στην ταβέρνα του Γκινόπουλου, στις Τζιτζιφιές, όπου πήγαινε μετά τη δουλιά, άκουσε το «Μινόρε του Τεκέ», που είχε ηχογραφήσει ο Γιάννης Χαλκιάς στην Αμερική. Και συγκλονίστηκε... «Τρέλα!! Τέτοιο πράμα, τέτοιο σόλο δεν πρόκειται να ξαναγεννήσει η φύση. Αυτό είναι το σύμβολο... Αμέσως είπα θα πάρω μπουζούκι». Η απόφασή του φέρνει θύελλα στο σπίτι, καθώς η μητέρα του αρνείται να δεχτεί το μπουζούκι, «λες και ήταν φονικό όργανο». Κι έτσι, το φυγαδεύει στο σπίτι ενός φίλου του, όπου πήγαινε και μελετούσε. Και γράφει το πρώτο του τραγούδι, τη «Φαληριώτισσα», την «πιο μεγάλη καντάδα εκείνης της εποχής στις Τζιτζιφιές και στο Φάληρο» . Λίγο αργότερα, το τραγούδι ηχογραφείται στην «Οντεόν». «Οταν με ειδοποίησαν να πάω για γραμμοφώνηση ήμουνα με τα ρούχα της δουλιάς, όλο ασβέστες!», αφηγείται ο συνθέτης. «Εγραψα τη "Φαληριώτισσα" κι ένα σέρβικο. Παίζω εγώ, ο Περιστέρης κι ο Κωνσταντινίδης, ο λεγόμενος Μακαρόνας. Μετά από λίγο έβγαλα τη "Μοδιστρούλα", το "Ραντεβού" και τα άλλα. Με τη "Φαληριώτισσα" έγινε λαϊκό προσκύνημα, χάλασε ο κόσμος. Δεν προλαβαίνανε να βγάζουν δίσκους».

«Ποιος πέρασε από τις Τζιτζιφιές και τις ξέχασε;»

Γιάννης Παπαϊωάννου
Γιάννης Παπαϊωάννου
Αργότερα ντύνεται στο χακί και το 1937 φεύγει για τη Θεσσαλονίκη με την κομπανία που είχαν φτιάξει μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Μπάτη, τον Κερομύτη και άλλους, με τους οποίους συνεργάστηκε αργότερα στην Αθήνα. Την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, το μπουζούκι διώκεται και η λογοκρισία βασιλεύει. «Το μπουζούκι είχε απαγορευτεί κι ο Μανιαδάκης με τους έτσι, τους δικούς του, γύρναγαν και μάζευαν τους δίσκους από τα μαγαζιά κι από τους δρόμους, από τα γραμμόφωνα. Ρεζιλίκια πράματα! Κι αμέσως λογοκρισία στα τραγούδια. Οποιο τραγούδι έβγαινε, ή μάλλον όποιο τραγούδι θέλανε να βάλουμε, το 'παιζε κάποιος στην επιτροπή και πέρναγε. `Η, αν όχι, άμα δεν τους άρεσε το 'κοβαν... Δεν τους ένοιαζε για τους καλλιτέχνες του λαϊκού τραγουδιού, ποιοι ήτανε και τι κάνανε. Δε δίνανε δυάρα και μην ακούτε τι λένε. Αλλο τους ένοιαζε. Μόνο το τραγούδι το λαϊκό τους ένοιαζε.... Και αυτό το τραγούδι θέλανε να το βάλουνε εκεί που ήθελαν αυτοί και το 'χανε βάλει σε καλούπια... Γιατί αυτό ήτανε στην καρδιά του λαού, γιατί αυτό καταλάβαινε και όχι όλα τα άλλα». Ο συνθέτης, μάλιστα, φτάνει στο σημείο να πάει στον Μεταξά, για να του ζητήσει να πάρει πίσω την απαγόρευση.

Μεταπολεμικά δούλεψε στις Τζιτζιφιές, την εποχή της μεγάλης ακμής των λαϊκών κέντρων στην περιοχή. «Στο μαγαζί του κουμπάρου μου του Καλαματιανού», αναφέρει χρόνια αργότερα, «ήτανε η μεγαλύτερη ορχήστρα, το μεγαλύτερο συγκρότημα. Εγώ, ο Μάρκος, ο Χατζηχρήστος, ο Κερομύτης, ο Μητσάκης, ο Αργύρης, ο Κοριός, ο Ροβερτάκης, ο Περιστέρης, ο Ρούκουνας, ο Ποτοσίδης, ο Μαρσέλος, ο Μοσχονάς και άλλοι». Και αργότερα, πάλι στις Τζιτζιφιές, «με τον Τσιτσάνη, την Μπέλλου, τη Νίνου, τον Χιώτη, τη Σεβάς Χανούμ, τη Χρυσάφη, την Ντάλια και βάλε. Ιστορίες ολόκληρες. Πώς να τις θυμάσαι; Από πού ν' αρχίσεις και πού να τελειώσεις; Ποιος πέρασε από τις Τζιτζιφιές και τις ξέχασε;». Είναι η εποχή των μεγάλων επιτυχιών. Δεκάδες τα τραγούδια που γράφει και ερμηνεύουν οι Μοσχονάς, Καλλέργης, Παγιουμτζής, Νίνου, Τσαουσάκης, Χασκίλ, Γεωργακοπούλου, Περδικόπουλος και πολλοί άλλοι.

Σαράντα χρόνια στο πάλκο

Ο Γ. Παπαϊωάννου ήταν ο πρώτος λαϊκός συνθέτης που πήγε στην Αμερική (1953), βγάζοντας το μπουζούκι εκτός Ελλάδας. Ο άνθρωπος, που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στο λαϊκό τραγούδι, έφτασε ν' αναρωτιέται αργότερα, όταν άλλοι (δισκογραφικές εταιρίες και νεόκοποι καλλιτέχνες) «θέριζαν» αυτά που η γενιά του είχε «σπείρει»: «Τόσα χρόνια στο πάλκο εμείς τι κάναμε; Σαράντα χρόνια εγώ ξενύχτια, αγώνες. Ενα σπίτι έκανα με τρεις Αμερικές λεφτά. Τρεις φορές μόνο πήγα στην Αμερική. Ξέρετε τι είναι τρεις φορές Αμερική; Τρεις φορές ο Γολγοθάς του Χριστού! Ενα σπίτι όλο κι όλο κι αυτό με αίμα, τίποτε άλλο! Κι ο Τσιτσάνης τα ίδια. Τόσες επιτυχίες, τόσα σουξέ, χιλιάδες δίσκοι, τόσα λεφτά στο πάλκο, περιουσίες ολόκληρες. Λεφτά που τα πήρανε αυτοί με τις εταιρίες και αυτοί που δεν έχουνε ούτε όσιο, ούτε ιερό. Από κει που σου κάνουνε υποκλίσεις όταν μπαίνεις στα γραφεία τους, εκεί δε σε ξέρουνε και δε σε αφήνουνε να περάσεις ούτε τα σκαλοπάτια τους».

«Το λαϊκό τραγούδι σήμερα έχει πέσει σε χέρια άσχημα», διαπίστωνε με πόνο ψυχής, τα χρόνια της παρακμής του είδους. «Ζούγκλα οι εταιρίες, ζούγκλα», έλεγε και έδινε μια εικόνα της ζοφερής, εμπορικής πλέον, πραγματικότητας: « Το τραγούδι δεν είναι σούπα να βάλουμε την κουτάλα μέσα στο καζάνι. Ξέρω τραγουδιστή που τον θάψανε, γιατί είπε μια κουβέντα σε κάποιο κουμανταδόρο μιας εταιρίας. Εσβησε μια καριέρα, για ένα πείσμα... Ξέρω άλλονε, που θάφτηκε γιατί δεν έκανε τα γούστα σε κάποιον απ' αυτούς και έναν άλλον που έγινε φίρμα γιατί τους έκανε τα γούστα. Βρωμιά για να κρατάς τη μύτη σου. Ενας τόλμησε να ζητήσει λεφτά, κάτι ποσοστά λίγα, ίσα - ίσα για να ζήσει και τόνε στείλανε από κει που ήρθε. Δεν πρέπει να ζητάς από τις εταιρίες, παρά μόνο να παίρνεις τα ψίχουλα που σου δίνουνε. Οποιος τολμήσει και ανοίξει το στόμα του για να απαιτήσει κάτι, θα το μετανιώσει. Να το ξέρετε αυτό. Γιατί, αυτοί που είναι στις εταιρίες, όταν σηκώσεις κεφάλι δε στο συχωράνε ποτέ. Οποιος και να 'σαι!».

Εχοντας την πεποίθηση ότι οι εταιρίες, στυγνά και αποκλειστικά απέβλεπαν στο κέρδος, χωρίς να ενδιαφέρονται για το λαϊκό τραγούδι, τόνιζε την ανάγκη ίδρυσης Σχολής Λαϊκής Μουσικής. «Για να βγούνε σωστοί», έλεγε , «με γνώσεις για δουλιά όλοι οι νέοι που θ' αντικαταστήσουνε όλους εμάς τους παλιούς... εκεί να μάθουνε τα Λαϊκά Οργανα και την τέχνη τους. Τα μυστικά τους». Αυτή την έννοια, την αγωνία του, όπως και τόσων άλλων ομότεχνών του, δυστυχώς, δεν τη συμμερίστηκε το ελληνικό κράτος, που παρά το πέρασμα δεκαετιών δεν έκανε το παραμικρό για να στηρίξει το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι. Ούτε καν μπήκε στον κόπο να δημιουργήσει ένα Αρχείο για το ελληνικό τραγούδι και τους ανθρώπους του.


Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ