ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 11 Μάη 2011
Σελ. /40
Επέλαση της Ιστορίας…

Χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις η κινηματογραφική βδομάδα που αρχίζει αύριο, παρά το γεγονός ότι σπανίως συμπίπτει να κυκλοφορούν, την ίδια βδομάδα, πέραν του ενός φιλμ με μεγάλο, αμιγώς ιστορικό, θέμα.

Δύο ταινίες, λοιπόν, πραγματεύονται ζητήματα σημαντικά, το ένα μάλιστα, το Παλαιστινιακό, παραμένει ανοιχτό και αιμορραγεί για πολύ περισσότερο από μισό αιώνα. Από την άλλη, πριν μισό περίπου αιώνα το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο της Αλγερίας κατόρθωσε να ολοκληρώσει νικηφόρα τον αγώνα του για την απελευθέρωση της χώρας από τους Γάλλους αποικιοκράτες. Αμφότερες όμως οι ταινίες δεν είναι στο ύψος των θεμάτων στα οποία αναφέρονται, παρά το κάποιο γενικότερο ενδιαφέρον που εμφανίζουν.

Υπάρχει επίσης μια ταινία που έχει πράγματα να πει. Πρόκειται για το παρθενικό ρεαλιστικό δράμα του Μιράζ Μπεζάρ, Τούρκου σκηνοθέτη κουρδικής καταγωγής, που ζει και εργάζεται στο Βερολίνο, «Τα παιδιά ενός άλλου Θεού», από το 2009. «Επιστρέφοντας από ένα γάμο σε γειτονική πόλη, ένας Κούρδος δημοσιογράφος, η γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά, πέφτουν σε ενέδρα παρακρατικών που εν ψυχρώ εκτελούν τους γονείς μπροστά στα μάτια των παιδιών. Η θεία τους - ακτιβίστρια με δράση - αναλαμβάνει την κηδεμονία τους, αλλά πέφτει θύμα απαγωγής από παραστρατιωτικούς με αποτέλεσμα τα παιδιά να μείνουν ολομόναχα. Μια άστεγη και μια πόρνη είναι οι μόνοι που θα τους απλώσουν χείρα βοηθείας...».

Εβδομάδα Γούντι Αλεν διοργανώνεται στο «ΡΙΒΙΕΡΑ» 12-18 Μάη, με προβολή 6 κλασικών ταινιών του μεγάλου δημιουργού (για λεπτομερές πρόγραμμα 210.3837.716), ενώ συνεχίζεται στο ΤΡΙΑΝΟΝ η προβολή της αριστουργηματικής, αντιπολεμικής ταινίας του Σοβιετικού σκηνοθέτη Μιχαήλ Ρομ «Ο Αληθινός Φασισμός».

ΡΑΣΙΝΤ ΜΠΟΥΣΑΡΕΜΠ
Πέρα από το νόμο

Ο Ρασίντ Μπουσαρέμπ αφηγείται στο ιστορικό δράμα «Πέρα από το Νόμο» με όρους περιπέτειας και πολιτικά αβαθείς τη γένεση και την πορεία του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (FLN) Αλγερίας στο γαλλικό έδαφος, μέσα από την ιστορία τριών αδελφών. Ταινία χωρίς χαρακτηριστικά εποποιίας και σπουδαιοφάνειας, ειλικρινής στην περιγραφή του πορτρέτου μιας ολόκληρης γενιάς διαποτισμένης με τα ιδανικά της ελευθερίας, της εθνικής ανεξαρτησίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, η οποία όμως δεν απογειώνεται γιατί επιλέγει συνειδητά να επιμείνει και να αναπτύξει δυσανάλογα στα στοιχεία της δράσης (ταινία γκάνγκστερ τη χαρακτηρίζει ο σκηνοθέτης) και όχι να σταθεί και να εμβαθύνει σε σημαντικές πτυχές και αρχές για το Μέτωπο, παραθέτοντας και κάποια διαχρονική διάσταση.

Η ιστορία αρχίζει το 1925 και φθάνει στο σύντομο εισαγωγικό της μέρος μέχρι το 1954, τη σφαγή του Σετίφ από τους Γάλλους αποικιοκράτες και τις διώξεις που ακολούθησαν. Τότε οι Αλγερινοί εγκατέλειπαν μαζικά την πάτρια γη για να εγκατασταθούν στις προσφυγικές παραγκουπόλεις έξω από το Παρίσι και να δουλέψουν στην αυτοκινητοβιομηχανία «Ρενό». Εκεί συναντώνται και τα τρία αδέλφια από την Αλγερία. Ο γκάνγκστερ, που μπαίνει στις κομπίνες κι ενδιαφέρεται μόνο για λεφτά, ο άλλος ο στρατιώτης, που επιστρέφει τραυματισμένος από την Ινδοκίνα και μαζί με τον τρίτο, τον ιδεαλιστή - πολιτικό κρατούμενο από την εξέγερση του Σετίφ - που μόλις απολύεται από τη φυλακή, στελεχώνουν τους νεοσύστατους παράνομους πυρήνες του Εθνικοαπελευθερωτικού Μετώπου στη Γαλλία και την Ευρώπη.

Η ιστορία σαν θέμα του κινηματογράφου εγείρει ερωτήματα του τύπου πόσο πρέπει να κρατηθεί ο κινηματογραφιστής στην ιστορικότητα των γεγονότων; Πόσο μπορεί να απομακρυνθεί και να επεκταθεί μέσα στη μυθοπλασία; Τι είδους ιστορικά κενά ή κενά άνευ ιδιαιτέρου νοήματος θα μπορούσε να καλύψει η μυθοπλασία; Πού σταματάει η ευθύνη του κινηματογραφιστή ώστε να είναι ακριβής με την ιστορία; Λογιάζονται σαν ιστορία μόνο τα μεγάλα γεγονότα ή και το σύνολο των μικρών που οδηγούν στα μεσαία και μεγάλα; Ο Μπουσαρέμπ παλαντζάρει ανάμεσα στη θέλησή του να γνωρίσουν ειδικά οι νεότερες γενιές την ιστορία και το αποικιοκρατικό παρελθόν, αλλά και στην τέχνη του κινηματογράφου, όταν διατείνεται ότι πρέπει να απελευθερωθούμε από την ιστορία για να τη δούμε σαν ένα μεγάλο θέμα του σινεμά.

Η εικόνα που η ταινία δίνει για το FLN - μέσα μια ακαδημαϊκή αφήγηση κι ένα σενάριο απλοϊκό, κάποιες στιγμές ακόμη περισσότερο και άχαρη αναπαράσταση της εποχής - δεν είναι ειδυλλιακή. Εχει διμέτωπο αγώνα τόσο εναντίον της ΜΝΑ - αλγερινής οργάνωσης στον αντίποδα του Μετώπου - όσο και εναντίον των Γάλλων της εξουσίας που καταλαμβάνουν περιορισμένο χώρο στην ταινία κι έχουν το ρόλο του κακού. Ποιον άλλο ρόλο όμως θα μπορούσαν να έχουν οι αποικιοκράτες, οι ιμπεριαλιστές, η αστυνομία και η μυστική αστυνομία που συστήνει ad hoc την οργάνωση «Κόκκινο Χέρι» για την παρείσφρηση πρακτόρων στις γραμμές του FLN και την αποτελεσματικότερη εξουδετέρωσή του;

Παίζουν: Ζαμέλ Ντεμπούζ, Σαμί Μπουαζιλά, Ροσντί Ζεμ, Μπερνάρ Μπλανκάν, Ζαν Πιερ Λορί, Σαφιά Μπουντρά, Σαμπρίνα Σεβεκού κ.ά.

Παραγωγή:Γαλλία, Αλγερία, Βέλγιο (2010).

ΤΖΟΥΛΙΑΝ ΣΝΑΜΠΕΛ
Μιράλ

«Μικρή» ταινία, τεράστιο φρέσκο για το Παλαιστινιακό. Το ενδιαφέρον εστιάζεται στο ότι αυτό το θέμα σπάνια θίγεται στον κινηματογράφο. Και αυτή, η τέταρτη, ταινία του Σνάμπελ, βασίζεται σε προϋπάρχον υλικό. Στο ομώνυμο βιβλίο της Παλαιστίνιας δημοσιογράφου Ρούλα Τζεμπρεάλ, σημερινής συντρόφου του σκηνοθέτη. Ο ίδιος ισχυρίζεται χαριτολογώντας ότι η εβραϊκή του καταγωγή του δίνει το δικαίωμα να αναφέρεται στο θέμα σαν «άνθρωπος της άλλης πλευράς». Η ταινία ωστόσο, φαίνεται να συναντά δυσκολίες στο να αποκτήσει δική της ζωή.

Η ταινία σαν ρώσικη κούκλα αφηγείται το χρονικό μισού αιώνα ύπαρξης του Παλαιστινιακού ζητήματος μέσα από τις προσωπικές ιστορίες τεσσάρων γυναικών διαφορετικών γενεών. Οι ιστορίες πηγάζουν η μια από την άλλη και ξεδιπλώνονται σε παράλληλα νήματα. Η πρώτη αναφέρεται στην πλούσια χήρα Χιντ Χουσεΐν - με την ιστορία της να ανοίγει και να κλείνει το φιλμ - έναν κάποιο φόρο τιμής στην γυναίκα που τα Χριστούγεννα του 1947, βρήκε παρατημένα στους δρόμους της Ιερουσαλήμ 55 ορφανά. Τα πήρε στο μεγάλο της σπίτι, τα τάισε και τα στέγασε. Ο αριθμός των παιδιών αύξαινε ραγδαία, ευθέως ανάλογα με την επιδείνωση της θέσης των Παλαιστινίων στην περιοχή. Η Χιντ με μότο «ο δρόμος προς την ειρήνη είναι η μόρφωση» ίδρυσε το Ορφανοτροφείο «Dar Al - Tifel» ώστε να προσφέρει σε αυτά τα ορφανά την μόρφωση που στερούνταν τα παιδιά των προσφυγικών καταυλισμών. Το 1948 ξεσπά ο Αραβοϊσραηλινός πόλεμος, ο ΟΗΕ αναλαμβάνει τον έλεγχο της περιοχής, η Παλαιστίνη διαιρείται, ιδρύεται το κράτος του Ισραήλ και η Ιερουσαλήμ μετατρέπεται σε διεθνή πόλη εκτός συνόρων. Ο πόλεμος των 6 ημερών περνά επί τροχάδην, μένει όμως σαν κατακάθι που καλύπτει την καθημερινότητα, η βία του στρατού κατοχής, οι δολοφονίες, τα στρατόπεδα των προσφύγων, τα σημεία ελέγχου, τα ματωμένα υπόγεια της αστυνομίας, τα στρατοδικεία και φθάνει λίγο πριν τη Συμφωνία του Οσλο το 1993. Η «Ιστορία» αντανακλάται στις «μικρές» προσωπικές «ιστορίες» των τεσσάρων γυναικών με την τελευταία, εκείνη της Μιράλ, της μαθήτριας του ορφανοτροφείου που μπαίνει από νωρίς στο κίνημα και παλαντζάρει μεταξύ ένοπλου αγώνα και ειρηνικής επίλυσης του Παλαιστινιακού, να καταλαμβάνει την περίοπτη θέση.

Λόγω του όγκου του υλικού, μυθοπλαστικού και κινηματογραφημένου αρχειακού, η ταινία θυμίζει χρονικό σε «τίτλους». Φαίνεται ότι φιλοδοξία του Σνάμπελ ήταν να αρέσει το φιλμ του σε όλους, φαίνεται ότι ο ίδιος διστάζει να πάρει ξεκάθαρη θέση στα πολιτικά διλήμματα και τα αντιμετωπίζει συνοπτικά, επιφανειακά και με απλουστευτική διάθεση . Ετσι «χάνονται» σημαντικά κομμάτια, όπως η ιστορία με τα παρατημένα παιδιά και οι ιστορίες των προγόνων της Μιράλ που περνούν γρήγορα και σχηματικά, χωρίς να προλαβαίνουν να αφήσουν αποτυπώματα. Η πρακτική του ισραηλινού κατοχικού στρατού, οι εποικισμοί, η κατάφωρη αδικία δεκαετιών σε βάρος των Παλαιστινίων στιγματίζεται έμμεσα και στη διάσταση της προοπτικής, καταγγέλλεται η μεροληπτική στάση της «διεθνούς κοινότητας». Η ταινία επιμένει σε ένα νηφάλιο, ανθρωπιστικό και πολιτικά ορθό πνεύμα, τόσο που καταντά σχεδόν α-πολίτικη κι ας φαίνεται ότι δίνει τον περισσότερο χώρο στην παλαιστινιακή πλευρά. Μάλλον από φόβο τυχόν σύγκρουσης, ο σκηνοθέτης, προσπαθεί να ισοφαρίσει την έλλειψη βαρύτητας στο πολιτικό κομμάτι, αντικαθιστώντας το με τις ανθρώπινες σχέσεις, κάτι που λόγω του τεράστιου σε όγκο υλικού, δεν είναι δυνατόν να αποδώσει με εμβάθυνση. Το οπτικό μέρος της ταινίας που γυρίστηκε στην Ιερουσαλήμ και στα περίχωρα, καταγράφει πολύ περισσότερα από όλο το υπόλοιπο φιλμ.

Το θέμα παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον αλλά η έκτασή του προδιαθέτει για εποποιία ωρών. Η σκηνοθεσία δεν βρίσκεται στο ύψος του θέματος, είναι ρηχή και συχνά πέφτει σε κινήσεις μελό παρά την ενδιαφέρουσα, προσωπική γλώσσα του Σνάμπελ. Η κάμερα με μόνιμη θέση στον ώμο. Αλλοτε παρατηρεί, από απόσταση αναπνοής και περιγράφει κι άλλοτε, κυνηγά τους χαρακτήρες και τους ψυχογραφεί μέσα από κοντινά πλάνα. Μάλιστα κάπου, η κάμερα παίρνει ενεργό μέρος στη δράση σε ρόλο ισάξιου, έμψυχου συντελεστή... Παρά την ωραία, συχνά ποιητική φωτογραφία, η φόρμα είναι ασυνάρτητη και χωρίς φινέτσα, η αφήγηση μοιάζει συμπυκνωμένη, ελλειπτική και κερματισμένη και σε γενικές γραμμές η δραματουργία εμφανίζεται τετράγωνη και χοντροκομμένη, χωρίς καμπύλες ενώ οι χαρακτήρες εμφανίζονται και εξαφανίζονται άτσαλα και απροειδοποίητα. Ιδιαίτερα αρνητικό στοιχείο και η αγγλική - στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας - γλώσσα.

Μυθοπλασία βγαλμένη από την πραγματικότητα. Στιγμιαία σε αγγίζει αλλά σε διάρκεια, όσο πλησιάζει προς το τέλος, η αίσθηση της ολότητας είναι ότι πρόκειται για κάτι πολύ πιο χλιαρό απ' ό,τι περίμενε κανείς. Οι καλές προθέσεις δενφαίνεται να είναι πάντα αρκετές ...

Παίζουν: Χίαμ Αμπάς, Φρίντα Πίντο, Γουίλεμ Νταφόε, Βανέσα Ρεντγκρέιβ, Αλεξάντερ Σίντιγκ, Ρούμπα Μπλαλ κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία, Ισραήλ, Ιταλία, Ινδία (2010)

ΤΖΕΪΜΣ ΓΟΥΑΝ
Παγιδευμένη ψυχή

Γεγονός είναι ότι ο Τζέιμς Γουάν χειρίζεται άριστα το πολύτιμο εργαλείο της τεχνικής, ώστε το αναμφισβήτητο ταλέντο του γι' αυτό το κινηματογραφικό είδος να μπορεί να βρίσκει διέξοδο και να εκφράζεται μέσα από έναν τρόπο αφήγησης που δημιουργεί τρόμο και σουσπάνς. Η παραπάνω διαπίστωση επαληθεύεται περίτρανα στο εισαγωγικό μέρος της ταινίας, ενώ πέφτουν οι τίτλοι της αρχής, όταν ο Γουάν μας ξεναγεί στον άδειο χώρο του στοιχειωμένου σπιτιού όπου πρόκειται να στεγάσει την ιστορία τρόμου που θα ακολουθήσει. Το κομμάτι αυτό συνιστά πράγματι παράδειγμα, με καθοριστική τη συνδρομή του ήχου στη σύνθεσή του.

Ηχοι απειλητικοί, μουρμουρητά ακατάληπτα, αναμεμειγμένα με υπόκωφες βαριές ανάσες και μακρινές μουσικές νότες - με αποκορύφωμα τους λαρυγγισμούς εξωτικού πτηνού του TinyTim - διαμορφώνουν αίσθηση αναμονής κάποιας ύπουλης και απροσδιόριστης απειλής έξω και πέρα από φυσικά γνωρίσματα. Η δημιουργική δουλειά της κάμερας, τα πλάνα που σβήνουν με fadeout, ο φωτισμός και κυρίως το μοντάζ συνθέτουν το σύστημα αφήγησής του, που γοητεύει και αποπλανά προκαλώντας ένοχη ευχαρίστηση. Βέβαια, όλα αυτά μέχρι ένα κάποιο σημείο. Γιατί το συγκεκριμένο φιλμ τρόμου μόνο τρόμο δεν προξενεί, μια που το «κακό» απεικονίζεται μέσα από μια γελοία προσωπογραφία.

Ακόμα δεν άδειασε τις κούτες της μετακόμισης στην καινούργια του μεγάλη μονοκατοικία το νεαρό ζευγάρι με τα τρία παιδιά και δεν άργησε να διαπιστώσει ότι το σπίτι είναι ζωσμένο από ύπουλες σκοτεινές δυνάμεις. Για να ξεφύγει απότο στοιχειωμένο περιβάλλον και να γλιτώσει τη ζωή του μεγάλου γιου που χτύπησε και βρίσκεται για μήνες σε ανεξήγητο κώμα, η οικογένεια μετακομίζει ξανά. Ομως, πολύ σύντομα το ζευγάρι αντιλαμβάνεται ότι η αιτία του κακού που τους κατατρέχει δε φωλιάζει στα σπίτια, αλλά κάπου αλλού, βαθιά στο παρελθόν κάποιου...

Η ταινία, με το που αρχίζει, σε ρίχνει στα βαθιά και σου δίνει ένα στοιχείο για την ανάγνωσή της. Η οραματική δύναμη του σκηνοθέτη Τζέιμς Γουάν και του συνδημιουργού του Λι Γουάνελ, του διδύμου που καταφέρνει να τρομοκρατεί το κοινό στα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης, αποδεικνύεται εδώ ξεθυμασμένη, συγκρινόμενη με την τρανταχτή επιτυχία των προηγούμενων «Saw» και «ParanormalActivity». Ισως φταίει το βαρετό σενάριο και η σοβαρή έλλειψη αυθεντικότητας που το διακρίνει. Η ισορροπία, όμως, δεν αποκαθίσταται με συνταγές τύπου «φόβος για το φόβο», αγωνία, ανατριχίλα, βράδυ με σελήνη, συνεδρίες του εκσυγχρονισμένου εξορκιστή που δουλεύει με μηχανική υποστήριξη, αναμμένα κεριά, πόρτες που τρίζουν, τις θεατρικότατες φιγούρες των νεκρών σαν κέρινα ομοιώματα και ένα τέρας με οπλές στα πόδια, σιδερένια νύχια και κατακόκκινη φάτσα που δοκιμάζουν επί δίωρο τα νεύρα και την υπομονή του θεατή.

Παίζουν: Πάτρικ Γουίλσον, Ρόουζ Μπερν, Μπάρμπαρα Χέρσι, Λι Σάι, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2011)

ΛΟΥΚ ΓΚΡΙΝΦΙΛΝΤ
Φιλίες και έρωτες

Τετριμμένη, γλυκανάλατη και εκνευριστική για την αναποφασιστικότητα των βασικών χαρακτήρων αμερικάνικη αισθηματική κομεντί γεμάτη κλισέ, πολύ πιο κοντά σε τηλεοπτική σαπουνόπερα παρά σε ταινία για αίθουσες. Κάτι από απελπισμένες νοικοκυρές, κάτι από νέους και επιτυχημένους δικηγόρους, κάτι από Φιλαράκια και πάει λέγοντας... Σε στεγανό περιβάλλον νεοϋορκέζικης μπουρζουαζίας, πνιγμένο σε πάρτι, αλκοόλ και καλοκαιρινά σαββατοκύριακα σε παραλιακό θέρετρο, μια παρέα φίλων και ανάμεσά τους ένα ερωτικό τρίγωνο κι ένας προγραμματισμένος γάμος - αμερικάνικου τύπου.

Καυτοί (hot, καυτής εμφάνισης) πρωταγωνιστές για καψερό κοινό! Η ταινία που μεταφέρει στην οθόνη το ομώνυμο μυθιστόρημα της Emily Griffin, απόλυτο μπεστ σέλερ (στα σούπερ μάρκετ μάλλον)... Αφηγείται την ιστορία δύο κολλητών φιλενάδων από τα παιδικά τους χρόνια, δύο διαφορετικών σε χαρακτήρα και νοοτροπία κοριτσιών και του Ντεξ που μπαίνει ανάμεσά τους. Η μειλίχια και ανασφαλής Ρέιτσελ, δικηγόρος σε μεγάλη φίρμα στο Μανχάταν, που σέβεται τη φιλία και τους κανόνες κάθε παιχνιδιού, έχει το ρόλο της πρωταγωνίστριας και της αφηγήτριας. Γνωρίζονται με την ατομίστρια και αντιπαθητική κολλητή της Ντάρσι, από παιδιά. Μετά το πάρτι γενεθλίων για τα 30 της χρόνια η Ρέιτσελ βρίσκεται στο ίδιο κρεβάτι με τον Ντεξ, νυν αρραβωνιαστικό της Ντάρσι, νεαρό δικηγόρο, πρώην συμφοιτητή της. Εκτός από το κρεβάτι, οι δυο τους μοιράζονται πολύτιμες αναμνήσεις από τα παλιά, αλλά και ηθικές αξίες και πεποιθήσεις για τη φιλία και την ερωτική σχέση...

Σενάριο κλισέ, ιστορία που κουτσαίνει, με ανατροπές και έκβαση της ιστορίας αναμενόμενη, μια γυναικεία φιλία ανεξήγητα συμβατική και ψεύτικη, χαρακτήρες που αντιπαθούν και χειραγωγούν εκβιαστικά ο ένας τον άλλον, σκηνές και ερμηνείες δανεισμένες από άλλα φιλμ, δύσκολο ίσως να προσδιορίσεις το ακριβές πόθεν, η αίσθηση όμως του d?j? vu καλουπώνεται σαν με οπλισμένο σκυρόδεμα. Απογοητευτικά βαρετό, αποτυγχάνει να δραματοποιήσει τις προϋποθέσεις για ίντριγκα, που θα μπορούσε να δημιουργήσει. Ξεκινά κωμικό, μετά το ρίχνει στον καθωσπρεπισμό και τη σοβαροφάνεια, η αρχή που δομεί την ιστορία εκφράζεται στη ρήση του αστού πατέρα του Ντεξ προς το γιο του «αυτό που θέλεις έρχεται σε αντίθεση με το σωστό», ενώ το χασίς και η μαριχουάνα διαφημίζονται ως αναπόσπαστα στοιχεία της διασκέδασης... Σε έναν κόσμο που ο μόνος διαχωρισμός που ισχύει είναι καυτοί και μη καυτοί... Και βέβαια το τσακίρ κέφι συμπληρώνει πάντα η παρατεταμένη χαρακτηριστική κραυγή ου... ου... ου... ου... ου... ανατριχιαστικό!

Παίζουν: Κέιτ Χάντσον, Στιβ Χάουι, Τζον Κραζίνσκι, Τζίνιφερ Γκούντγουιν, Ασλεϊ Γουίλιαμς, Κόλιν Ιγκλεσφιλντ, Πέιτον Λιστ κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ