Δύο ταινίες, λοιπόν, πραγματεύονται ζητήματα σημαντικά, το ένα μάλιστα, το Παλαιστινιακό, παραμένει ανοιχτό και αιμορραγεί για πολύ περισσότερο από μισό αιώνα. Από την άλλη, πριν μισό περίπου αιώνα το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο της Αλγερίας κατόρθωσε να ολοκληρώσει νικηφόρα τον αγώνα του για την απελευθέρωση της χώρας από τους Γάλλους αποικιοκράτες. Αμφότερες όμως οι ταινίες δεν είναι στο ύψος των θεμάτων στα οποία αναφέρονται, παρά το κάποιο γενικότερο ενδιαφέρον που εμφανίζουν.
Υπάρχει επίσης μια ταινία που έχει πράγματα να πει. Πρόκειται για το παρθενικό ρεαλιστικό δράμα του Μιράζ Μπεζάρ, Τούρκου σκηνοθέτη κουρδικής καταγωγής, που ζει και εργάζεται στο Βερολίνο, «Τα παιδιά ενός άλλου Θεού», από το 2009. «Επιστρέφοντας από ένα γάμο σε γειτονική πόλη, ένας Κούρδος δημοσιογράφος, η γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά, πέφτουν σε ενέδρα παρακρατικών που εν ψυχρώ εκτελούν τους γονείς μπροστά στα μάτια των παιδιών. Η θεία τους - ακτιβίστρια με δράση - αναλαμβάνει την κηδεμονία τους, αλλά πέφτει θύμα απαγωγής από παραστρατιωτικούς με αποτέλεσμα τα παιδιά να μείνουν ολομόναχα. Μια άστεγη και μια πόρνη είναι οι μόνοι που θα τους απλώσουν χείρα βοηθείας...».
Εβδομάδα Γούντι Αλεν διοργανώνεται στο «ΡΙΒΙΕΡΑ» 12-18 Μάη, με προβολή 6 κλασικών ταινιών του μεγάλου δημιουργού (για λεπτομερές πρόγραμμα 210.3837.716), ενώ συνεχίζεται στο ΤΡΙΑΝΟΝ η προβολή της αριστουργηματικής, αντιπολεμικής ταινίας του Σοβιετικού σκηνοθέτη Μιχαήλ Ρομ «Ο Αληθινός Φασισμός».
Η ιστορία σαν θέμα του κινηματογράφου εγείρει ερωτήματα του τύπου πόσο πρέπει να κρατηθεί ο κινηματογραφιστής στην ιστορικότητα των γεγονότων; Πόσο μπορεί να απομακρυνθεί και να επεκταθεί μέσα στη μυθοπλασία; Τι είδους ιστορικά κενά ή κενά άνευ ιδιαιτέρου νοήματος θα μπορούσε να καλύψει η μυθοπλασία; Πού σταματάει η ευθύνη του κινηματογραφιστή ώστε να είναι ακριβής με την ιστορία; Λογιάζονται σαν ιστορία μόνο τα μεγάλα γεγονότα ή και το σύνολο των μικρών που οδηγούν στα μεσαία και μεγάλα; Ο Μπουσαρέμπ παλαντζάρει ανάμεσα στη θέλησή του να γνωρίσουν ειδικά οι νεότερες γενιές την ιστορία και το αποικιοκρατικό παρελθόν, αλλά και στην τέχνη του κινηματογράφου, όταν διατείνεται ότι πρέπει να απελευθερωθούμε από την ιστορία για να τη δούμε σαν ένα μεγάλο θέμα του σινεμά.
Η εικόνα που η ταινία δίνει για το FLN - μέσα μια ακαδημαϊκή αφήγηση κι ένα σενάριο απλοϊκό, κάποιες στιγμές ακόμη περισσότερο και άχαρη αναπαράσταση της εποχής - δεν είναι ειδυλλιακή. Εχει διμέτωπο αγώνα τόσο εναντίον της ΜΝΑ - αλγερινής οργάνωσης στον αντίποδα του Μετώπου - όσο και εναντίον των Γάλλων της εξουσίας που καταλαμβάνουν περιορισμένο χώρο στην ταινία κι έχουν το ρόλο του κακού. Ποιον άλλο ρόλο όμως θα μπορούσαν να έχουν οι αποικιοκράτες, οι ιμπεριαλιστές, η αστυνομία και η μυστική αστυνομία που συστήνει ad hoc την οργάνωση «Κόκκινο Χέρι» για την παρείσφρηση πρακτόρων στις γραμμές του FLN και την αποτελεσματικότερη εξουδετέρωσή του;
Παίζουν: Ζαμέλ Ντεμπούζ, Σαμί Μπουαζιλά, Ροσντί Ζεμ, Μπερνάρ Μπλανκάν, Ζαν Πιερ Λορί, Σαφιά Μπουντρά, Σαμπρίνα Σεβεκού κ.ά.
Παραγωγή:Γαλλία, Αλγερία, Βέλγιο (2010).
Λόγω του όγκου του υλικού, μυθοπλαστικού και κινηματογραφημένου αρχειακού, η ταινία θυμίζει χρονικό σε «τίτλους». Φαίνεται ότι φιλοδοξία του Σνάμπελ ήταν να αρέσει το φιλμ του σε όλους, φαίνεται ότι ο ίδιος διστάζει να πάρει ξεκάθαρη θέση στα πολιτικά διλήμματα και τα αντιμετωπίζει συνοπτικά, επιφανειακά και με απλουστευτική διάθεση . Ετσι «χάνονται» σημαντικά κομμάτια, όπως η ιστορία με τα παρατημένα παιδιά και οι ιστορίες των προγόνων της Μιράλ που περνούν γρήγορα και σχηματικά, χωρίς να προλαβαίνουν να αφήσουν αποτυπώματα. Η πρακτική του ισραηλινού κατοχικού στρατού, οι εποικισμοί, η κατάφωρη αδικία δεκαετιών σε βάρος των Παλαιστινίων στιγματίζεται έμμεσα και στη διάσταση της προοπτικής, καταγγέλλεται η μεροληπτική στάση της «διεθνούς κοινότητας». Η ταινία επιμένει σε ένα νηφάλιο, ανθρωπιστικό και πολιτικά ορθό πνεύμα, τόσο που καταντά σχεδόν α-πολίτικη κι ας φαίνεται ότι δίνει τον περισσότερο χώρο στην παλαιστινιακή πλευρά. Μάλλον από φόβο τυχόν σύγκρουσης, ο σκηνοθέτης, προσπαθεί να ισοφαρίσει την έλλειψη βαρύτητας στο πολιτικό κομμάτι, αντικαθιστώντας το με τις ανθρώπινες σχέσεις, κάτι που λόγω του τεράστιου σε όγκο υλικού, δεν είναι δυνατόν να αποδώσει με εμβάθυνση. Το οπτικό μέρος της ταινίας που γυρίστηκε στην Ιερουσαλήμ και στα περίχωρα, καταγράφει πολύ περισσότερα από όλο το υπόλοιπο φιλμ.
Το θέμα παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον αλλά η έκτασή του προδιαθέτει για εποποιία ωρών. Η σκηνοθεσία δεν βρίσκεται στο ύψος του θέματος, είναι ρηχή και συχνά πέφτει σε κινήσεις μελό παρά την ενδιαφέρουσα, προσωπική γλώσσα του Σνάμπελ. Η κάμερα με μόνιμη θέση στον ώμο. Αλλοτε παρατηρεί, από απόσταση αναπνοής και περιγράφει κι άλλοτε, κυνηγά τους χαρακτήρες και τους ψυχογραφεί μέσα από κοντινά πλάνα. Μάλιστα κάπου, η κάμερα παίρνει ενεργό μέρος στη δράση σε ρόλο ισάξιου, έμψυχου συντελεστή... Παρά την ωραία, συχνά ποιητική φωτογραφία, η φόρμα είναι ασυνάρτητη και χωρίς φινέτσα, η αφήγηση μοιάζει συμπυκνωμένη, ελλειπτική και κερματισμένη και σε γενικές γραμμές η δραματουργία εμφανίζεται τετράγωνη και χοντροκομμένη, χωρίς καμπύλες ενώ οι χαρακτήρες εμφανίζονται και εξαφανίζονται άτσαλα και απροειδοποίητα. Ιδιαίτερα αρνητικό στοιχείο και η αγγλική - στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας - γλώσσα.
Μυθοπλασία βγαλμένη από την πραγματικότητα. Στιγμιαία σε αγγίζει αλλά σε διάρκεια, όσο πλησιάζει προς το τέλος, η αίσθηση της ολότητας είναι ότι πρόκειται για κάτι πολύ πιο χλιαρό απ' ό,τι περίμενε κανείς. Οι καλές προθέσεις δενφαίνεται να είναι πάντα αρκετές ...
Παίζουν: Χίαμ Αμπάς, Φρίντα Πίντο, Γουίλεμ Νταφόε, Βανέσα Ρεντγκρέιβ, Αλεξάντερ Σίντιγκ, Ρούμπα Μπλαλ κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία, Ισραήλ, Ιταλία, Ινδία (2010)
Ακόμα δεν άδειασε τις κούτες της μετακόμισης στην καινούργια του μεγάλη μονοκατοικία το νεαρό ζευγάρι με τα τρία παιδιά και δεν άργησε να διαπιστώσει ότι το σπίτι είναι ζωσμένο από ύπουλες σκοτεινές δυνάμεις. Για να ξεφύγει απότο στοιχειωμένο περιβάλλον και να γλιτώσει τη ζωή του μεγάλου γιου που χτύπησε και βρίσκεται για μήνες σε ανεξήγητο κώμα, η οικογένεια μετακομίζει ξανά. Ομως, πολύ σύντομα το ζευγάρι αντιλαμβάνεται ότι η αιτία του κακού που τους κατατρέχει δε φωλιάζει στα σπίτια, αλλά κάπου αλλού, βαθιά στο παρελθόν κάποιου...
Η ταινία, με το που αρχίζει, σε ρίχνει στα βαθιά και σου δίνει ένα στοιχείο για την ανάγνωσή της. Η οραματική δύναμη του σκηνοθέτη Τζέιμς Γουάν και του συνδημιουργού του Λι Γουάνελ, του διδύμου που καταφέρνει να τρομοκρατεί το κοινό στα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης, αποδεικνύεται εδώ ξεθυμασμένη, συγκρινόμενη με την τρανταχτή επιτυχία των προηγούμενων «Saw» και «ParanormalActivity». Ισως φταίει το βαρετό σενάριο και η σοβαρή έλλειψη αυθεντικότητας που το διακρίνει. Η ισορροπία, όμως, δεν αποκαθίσταται με συνταγές τύπου «φόβος για το φόβο», αγωνία, ανατριχίλα, βράδυ με σελήνη, συνεδρίες του εκσυγχρονισμένου εξορκιστή που δουλεύει με μηχανική υποστήριξη, αναμμένα κεριά, πόρτες που τρίζουν, τις θεατρικότατες φιγούρες των νεκρών σαν κέρινα ομοιώματα και ένα τέρας με οπλές στα πόδια, σιδερένια νύχια και κατακόκκινη φάτσα που δοκιμάζουν επί δίωρο τα νεύρα και την υπομονή του θεατή.
Παίζουν: Πάτρικ Γουίλσον, Ρόουζ Μπερν, Μπάρμπαρα Χέρσι, Λι Σάι, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2011)
Τετριμμένη, γλυκανάλατη και εκνευριστική για την αναποφασιστικότητα των βασικών χαρακτήρων αμερικάνικη αισθηματική κομεντί γεμάτη κλισέ, πολύ πιο κοντά σε τηλεοπτική σαπουνόπερα παρά σε ταινία για αίθουσες. Κάτι από απελπισμένες νοικοκυρές, κάτι από νέους και επιτυχημένους δικηγόρους, κάτι από Φιλαράκια και πάει λέγοντας... Σε στεγανό περιβάλλον νεοϋορκέζικης μπουρζουαζίας, πνιγμένο σε πάρτι, αλκοόλ και καλοκαιρινά σαββατοκύριακα σε παραλιακό θέρετρο, μια παρέα φίλων και ανάμεσά τους ένα ερωτικό τρίγωνο κι ένας προγραμματισμένος γάμος - αμερικάνικου τύπου.
Σενάριο κλισέ, ιστορία που κουτσαίνει, με ανατροπές και έκβαση της ιστορίας αναμενόμενη, μια γυναικεία φιλία ανεξήγητα συμβατική και ψεύτικη, χαρακτήρες που αντιπαθούν και χειραγωγούν εκβιαστικά ο ένας τον άλλον, σκηνές και ερμηνείες δανεισμένες από άλλα φιλμ, δύσκολο ίσως να προσδιορίσεις το ακριβές πόθεν, η αίσθηση όμως του d?j? vu καλουπώνεται σαν με οπλισμένο σκυρόδεμα. Απογοητευτικά βαρετό, αποτυγχάνει να δραματοποιήσει τις προϋποθέσεις για ίντριγκα, που θα μπορούσε να δημιουργήσει. Ξεκινά κωμικό, μετά το ρίχνει στον καθωσπρεπισμό και τη σοβαροφάνεια, η αρχή που δομεί την ιστορία εκφράζεται στη ρήση του αστού πατέρα του Ντεξ προς το γιο του «αυτό που θέλεις έρχεται σε αντίθεση με το σωστό», ενώ το χασίς και η μαριχουάνα διαφημίζονται ως αναπόσπαστα στοιχεία της διασκέδασης... Σε έναν κόσμο που ο μόνος διαχωρισμός που ισχύει είναι καυτοί και μη καυτοί... Και βέβαια το τσακίρ κέφι συμπληρώνει πάντα η παρατεταμένη χαρακτηριστική κραυγή ου... ου... ου... ου... ου... ανατριχιαστικό!
Παίζουν: Κέιτ Χάντσον, Στιβ Χάουι, Τζον Κραζίνσκι, Τζίνιφερ Γκούντγουιν, Ασλεϊ Γουίλιαμς, Κόλιν Ιγκλεσφιλντ, Πέιτον Λιστ κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).