Τρίτη 22 Γενάρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 30
Θέατρο
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
«Μιζερέρε» από το Εθνικό Θέατρο

Σκηνή από το «Μιζερέρε»
Σκηνή από το «Μιζερέρε»
Αναμφίβολα, η εποχή μας εμφανίζει ολοένα οξύτερα συμπτώματα ολόπλευρης παρακμής της παγκοσμιοποιούμενης πλέον καπιταλιστικής κοινωνίας. Η διαδικασία της σήψης στην πολιτική, την οικονομία, τους θεσμούς, τις αξίες, τους φορείς και στα όργανα της εξουσίας του κεφαλαίου, μολύνει αναπόφευκτα και το κοινωνικό σώμα. Οποιος δε βλέπει τις παρακμιακές «συγγένειες» της σύγχρονης κοινωνίας με την κοινωνία των αρχών του 20ού αιώνα, η οποία γέννησε το τέρας του φασισμού, δυο Παγκόσμιους Πολέμους και «παρακλάδια» τους (τα οποία ξαναφουντώνουν σήμερα), το κραχ του μεσοπολέμου, απλώς εθελοτυφλεί. Μπορεί όλα αυτά να μοιάζουν μακρινή ιστορία, αλλά οι «βρικόλακές» της ξυπνούν και ίσως σχεδιάζουν μια σύγχρονη παραλλαγή της.

Αν μια τέτοια εκτίμηση παρακίνησε τον πρωτοεμφανιζόμενο στη δραματουργία Παναγιώτη Πασχίδη να γράψει το «Μιζερέρε», ένα έργο που πατά στα χνάρια του πολιτικού γερμανικού θεάτρου - καμπαρέ- παράδοση που άνθισε τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και χτυπήθηκε θανάσιμα από το ναζισμό- είναι προς έπαινό του. Το ίδιο το έργο, όμως, με τις θολές πολιτικά, παραπαίουσες αισθητικές προθέσεις του και με το ερωτικό επίκεντρο του «μύθου» του, δημιουργεί την υποψία ότι ο Π. Πασχίδης εζήλωσε τη φήμη του κινηματογραφικού μιούζικαλ «Καμπαρέ». Συγγραφικά το «Μιζερέρε» φαντάζει σαν -παραλλαγμένη κάπως- αντιγραφή του «Καμπαρέ». Αντιγραφή, που υποκρύπτεται χάρη στην ευεργεσία της μουσικής του Θάνου Μικρούτσικου. Ενός συνθέτη που έχει μελετήσει σε βάθος το ιδεολογικό περιεχόμενο, την αισθητική και το μουσικό ιδίωμα του γερμανικού θεάτρου - καμπαρέ και την τεράστια επιρροή που άσκησε το θεατρικό αυτό είδος στο θέατρο του Μπρεχτ. Η συνθετική δουλιά του Θ. Μικρούτσικου, το ήθος και ύφος της, προσέδωσε στο κείμενο τον αρμόζοντα στο θέατρο - καμπαρέ πολιτικό χαρακτήρα.

Από το «Δείπνο με φίλους»
Από το «Δείπνο με φίλους»
Ο Π. Πασχίδης οφείλει ευγνωμοσύνη και στον Κώστα Τσιάνο, όχι μόνο γιατί με την ευφάνταστη, λεπτομερειακή σκηνοθεσία του έστησε μια θεαματικότατη παράσταση, ένα μιούζικαλ στα πρότυπα του θεάτρου - καμπαρέ, αλλά και γιατί με τη διασκευαστική του παρέμβαση μεγέθυνε τα πολιτικά στοιχεία του κειμένου, περιορίζοντας τις μυθοπλαστικές αδυναμίες, τις ιδεολογικές συγχύσεις του και διασώζοντας το αμήχανο, έως ανύπαρκτο-μυθοπλαστικά και ιδεολογικά- τέλος του έργου, με ένα φινάλε, που αν και χωρίς λόγο έδωσε ένα εύγλωττο και «καθαρτήριο» πολιτικό μήνυμα. Η θεαματικότητα της παράστασης υπηρετήθηκε τα μέγιστα από τα πολυάριθμα, αρμόζοντα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ, τα λειτουργικά σκηνικά του Σίμου Καραφύλλη, την εξαιρετική μουσική διδασκαλία της Μελίνας Παιονίδου και την ανάλογη του θεάτρου - καμπαρέ χορογραφία του Φωκά Ευαγγελινού. Υποκριτικά, την παράσταση ευεργετεί, αλλά και κλέβει, με την ιδανική για το ρόλο του ερμηνεία του ο Γιάννης Σαμσιάρης. Στο θέατρο - καμπαρέ αναλογεί το υποκριτικό στιλ της Αννέζας Παπαδοπούλου (ο λόγος της όμως πάσχει, λόγω πόζας και κακής άρθρωσης). Καλές, με μέτρο και σοβαρότητα, ερμηνείες καταθέτουν οι έμπειροι Γιάννης Βογιατζής και Σπύρος Φασιανός, αλλά και οι νεότεροι Τάνια Τρύπη και Αλκης Κούρκουλος. Πολύ καλή υποκριτική δουλιά έκαναν οι, ελπιδοφόροι, νέοι ηθοποιοί Λαέρτης Μαλκότσης, Δέσποινα Γκάτζιου, Τόνη Δημητρίου, Τζίνη Παπαδοπούλου, Χαρά Κεφαλά.

«Δείπνο με φίλους» στο «Λαμπέτη»

Με το «Δείπνο με φίλους» -μια σύγχρονη, μάλλον «οικουμενική» θεματολογικά, δηλητηριώδη κωμική ηθογραφία- το θέατρο «Λαμπέτη» μάς γνωρίζει με τον νέο Αμερικανό συγγραφέα Ντόναλντ Μαργκούλις. Το βραβευμένο (με «Πούλιτζερ», 2000) «Δείπνο» του Ντ. Μαργκούλις, στο πρώτο μέρος του φαντάζει σαν απλοϊκό, κενολόγο, «τηλεοπτικό» εργάκι. Ενα ανδρόγυνο έχει καλέσει για φαγητό ένα φιλικό ζευγάρι. Στο δείπνο έρχεται μόνον η σύζυγος. Το ανδρόγυνο με τη φίλη συζητούν περί ανέμων και υδάτων, κυρίως για σπεσιαλιτέ της ιταλικής μαγειρικής, έως ότου η φίλη αποκαλύψει ότι χωρίζει με τον άνδρα της, γεγονός που με δυσκολία προσπαθεί να κρύψει εκείνος, όταν καθυστερημένος φτάνει για το δείπνο. Ενα ανδρόγυνο χωρίζει. Χαρά στο πρωτότυπο θέμα για να το κάνεις και θέατρο, θα πει κανείς. Τα διαζύγια, από σοβαρές έως και γελοίες αιτίες, βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη, κατά χιλιάδες και ανά τον κόσμο. Και, όμως, αυτό το φαινομενικά απλοϊκό και συνηθισμένο θέμα, χάρη στην πανέξυπνη γραφή, τους καλοσχεδιασμένους χαρακτήρες, τη φυσικότητα των διαλόγων, το πικρότατο χιούμορ του συγγραφέα μετατρέπεται στη δεύτερη πράξη σε αμείλικτο «καθρέφτη» της αμερικανικής κοινωνίας, του αμερικανικού τρόπου ζωής, ο οποίος διάσπαρτος διεθνώς, μεταξύ άλλων κακών που επιφέρει, διαλύει και ηθικές αξίες, συνειδήσεις, αισθήματα, συναισθήματα, γάμους, οικογένειες, φιλίες. Αχρηστεύει τις γέφυρες επικοινωνίας των ανθρώπων, αμβλύνει τη λογική και τον αυτοέλεγχό τους, συνθλίβει τους αναγκαίους για τη συζυγική συμβίωση, αλλά και για τη διατήρηση της φιλίας, «κανόνες» αλληλοσεβασμού. Ξυπνά στους ανθρώπους το ζωώδες ορμέμφυτο και ουσιαστικά τους οδηγεί στην ψυχική ερήμωση και τη μοναξιά.

Το καλογραμμένο έργο απέκτησε μεγαλύτερο κοινωνικό βάθος, μεγαλύτερη δραματουργική ουσία, ανθρωπιστικό περιεχόμενο και ένα πανανθρώπινο ηθικό δίδαγμα με τη σκηνοθεσία του Γρηγόρη Βαλτινού. Ο Γρηγόρης Βαλτινός είναι φύση υπεραισθαντική, στοχαστική, ευγενική. Είναι όμως και πολύ ταλαντούχος ηθοποιός, άξιος για την κωμωδία αλλά και το δράμα, με έμφυτο, πλούσιο χιούμορ, με πνευματικότητα, αμεσότητα, εκφραστικότητα, αλλά και μέτρο. Ο Βαλτινός, με τη συμβολή των Γιώργου Ασημακόπουλου (σκηνικά - κοστούμια), Λευτέρη Παυλόπουλου (φωτισμοί), Ιάκωβου Δρόσου (μουσική επιμέλεια), έστησε μια παράσταση λιτή, καθαρή, με τους ρυθμούς, τη φυσικότητα της καθημερινής ζωής. Η σκηνοθεσία του ήταν ανθρωποκεντρική. Εσκαψε κάτω από ηθογραφική επιφάνεια, στο υπαρξιακό υπέδαφος των ρόλων και κατάφερε να αποσπάσει καλά αποτελέσματα από τις ερμηνείες της ικανής, εξελισσόμενης υποκριτικά Κοραλίας Καράντη, να περιορίσει την τηλεοπτική επιρρέπεια του Κλέωνα Γρηγοριάδη, να φανούν οι υποκριτικές δυνατότητες της θεατρικά άπειρης Αλεξάνδρας Παλαιολόγου. Την παράσταση, όμως, αξίζει να τη δει κανείς και μόνο για την εξαιρετική, γεμάτη απλότητα, φυσικότητα, ευαισθησία, αλήθεια ερμηνεία του Γ. Βαλτινού. Μια ερμηνεία θαυμάσια, τρυφερή, ανθρώπινη, με μαθηματικής ακρίβειας ισορροπία ανάμεσα στο χιουμοριστικό και δραματικό στοιχείο.


ΘΥΜΕΛΗ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ