Το φαινόμενο του βαρυτικού φακού προβλέφθηκε από τη θεωρία της Γενικής Σχετικότητας του Αϊνστάιν και στην περίπτωση αυτή οφείλεται στην τεράστια βαρύτητα του σμήνους γαλαξιών Abell 370, που βρίσκεται μεταξύ Γης και υπερκαινοφανούς και λύγισε το φως από την έκρηξη του σουπερνόβα (και του γαλαξία μέσα στον οποίο αυτός εξερράγη). Αυτή η καμπύλωση του φωτός λειτουργεί όπως η καμπύλωση που προκαλεί ένας μεγεθυντικός φακός, δείχνοντας μεγεθυμένα ουράνια σώματα, που βρίσκονται πίσω από τον «φακό». Η στρέβλωση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας παρήγαγε πολλαπλές εικόνες της έκρηξης, από διαφορετικές χρονικές στιγμές, που όμως όλες έφτασαν στη Γη την ίδια χρονική στιγμή και καταγράφηκαν στη φωτογραφία που τράβηξε το «Χαμπλ». Αυτό συνέβη επειδή οι μεγεθυμένες εικόνες ακολούθησαν διαφορετικού μήκους διαδρομές, αλλά και λόγω της επιβράδυνσης του χρόνου και της αλλαγής της καμπυλότητας του χώρου εξαιτίας της βαρύτητας του Abell 370.
Στη φωτογραφία, καταγράφεται και η γρήγορη αλλαγή χρώματος του υπερκαινοφανούς στο πέρασμα των ημερών μετά την έκρηξη, η οποία σχετίζεται με τη μεταβολή της θερμοκρασίας του. Οσο πιο γαλάζιο είναι το χρώμα, τόσο πιο θερμός είναι ο υπερκαινοφανής. Ετσι, η πρώτη φάση, όπου ο πυρήνας του άστρου καταρρέει βαρυτικά προκαλώντας ωστικό κύμα, που θερμαίνει και εκτινάσσει τα εξωτερικά στρώματα, εμφανίζεται γαλάζια, ενώ όσο κρυώνει το άστρο, το χρώμα του γίνεται πιο κοκκινωπό. Χάρη στην καταγραφή της μεταβολής της φωτεινότητας και του χρώματος (θερμοκρασίας), οι αστρονόμοι μπόρεσαν για πρώτη φορά να προσδιορίσουν το μέγεθος ενός τόσο παλιού άστρου, βρίσκοντας ότι ήταν 500 φορές μεγαλύτερο από τον Ηλιο.
Ο υπερκαινοφανής εντοπίστηκε όταν μια διεθνής ομάδα αστρονόμων εξέτασε τα αρχεία με τις καταγραφές που έχει κάνει το «Χαμπλ», ψάχνοντας για μεταβολές από εικόνα σε εικόνα, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό αλγόριθμους μηχανικής μάθησης. Παρ' όλα αυτά βρήκαν μόνο αυτόν τον υπερκαινοφανή με πολλαπλές απεικονίσεις στην ίδια φωτογραφία.