Τετάρτη 25 Μάρτη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΜΑΡΚΟΥΣ ΝΙΣΠΕΛ
Παρασκευή και 13

Το γνωστό θρίλερ «Παρασκευή και 13» επανέρχεται σε ριμέικ, από τον Γερμανό σκηνοθέτη Μάρκους Νίσπελ, ο οποίος έχει κάνει καριέρα στην Αμερική, σκηνοθετώντας διαφημιστικά σποτ.

Η ιστορία αφορά μια παρέα νεαρών, που πάνε κατασκήνωση στην περιοχή του Κρίσταλ Λέικ, που εδώ και είκοσι χρόνια έχει ερημώσει μετά από κάποιους φρικιαστικούς φόνους. Ο μύθος λέει πως δολοφόνος ήταν μια πονεμένη μάνα, που ήθελε να πάρει εκδίκηση για τον πνιγμό του γιου της Τζέισον, που ήταν παιδί με ειδικές ανάγκες. Η πρώτη παρέα που φτάνει στην ειδυλλιακή λίμνη εξαφανίζεται ξαφνικά, ενώ μετά από δύο μήνες, φτάνει εκεί ο νεαρός Κλέι, αναζητώντας την αδερφή του.

Αν θεωρήσουμε πως για τους λάτρεις των θρίλερ η πρώτη ταινία, της δεκαετίας του '80, είχε μια καλτ αξία, σίγουρα μετά από είκοσι χρόνια, το ριμέικ της είναι τελείως ανάξιο λόγου. Ανύπαρκτες ερμηνείες, αδιάφορο σενάριο, και, τελικά, αν κάποιοι θεωρούν πως μπορούν να βλέπουν σπλάτερ ταινίες για χαβαλέ, η κακογουστιά αυτής της φτηνής παραγωγής ούτε γέλιο δεν μπορεί να προκαλέσει. Πολλή βία για το τίποτα. `Η, μήπως, επιδιώκεται η εκτόνωση του κοινού, μέσα από μιαν εικονική εκδίκηση, όταν ωθείται να νιώσει ικανοποίηση στη θέα του άγρια δολοφονημένου ζευγαριού; Γιατί, μην ξεχνάμε, ότι λίγο πριν, το κοινό παρακολουθούσε τον νεαρό να κάνει θαλάσσιο σκι, με την καλλίγραμμη, πλην όμως οικτρά ανόητη φιλενάδα του, στο σκάφος του εύπορου μπαμπά, πράγματα πολύ μακρινά για τον μέσο θεατή. Αν πάλι καταλήγαμε, όπως αφήνεται να εννοηθεί, στο συμπέρασμα πως όλα αυτά συμβαίνουν ως αντίποινα για τον άδικο χαμό του Τζέισον, ενός λαϊκού παιδιού, τότε μάλλον βρισκόμαστε σε σύγχυση ανάμεσα στην έννοια του δικαίου και στη νοσηρότητα.


Ιφιγένεια ΚΑΛΑΤΖΗ

ΑΛΕΞ ΠΡΟΓΙΑΣ
Σκοτεινός κώδικας

Ο ελληνικής καταγωγής Αλεξ Πρόγιας έχει σκηνοθετήσει για τα μεγάλα χολιγουντιανά στούντιο ταινίες δράσης, που ανήκουν στο φανταστικό κινηματογράφο, όπως είναι «Το κοράκι», το 1994, και η «Σκοτεινή πόλη», το 1998, έργα που ανήκουν στη σφαίρα του ψυχαγωγικού κινηματογράφου.

Στη νέα του ταινία «Σκοτεινός Κώδικας», ο διάσημος ηθοποιός Νίκολας Κέιτζ υποδύεται έναν καθηγητή Αστροφυσικής, που θα αποκαλύψει ότι το κωδικοποιημένο μήνυμα που βρήκε ο μικρός του γιος προέβλεπε με ακρίβεια όλες τις μεγάλες καταστροφές των τελευταίων 50 χρόνων. Ο καθηγητής, έντρομος, συνειδητοποιεί πως προβλέπει και κάποιες καταστροφές που ακόμα δεν έχουν συμβεί. Τότε θα αρχίσει ένας αγώνας για να προλάβει τις κωδικοποιημένες προφητείες, που τελικά συντελούν στο ...τέλος του κόσμου!

Οταν μιλάμε για Χόλιγουντ, αναφερόμαστε στην πολύ κερδοφόρα βιομηχανία του θεάματος, που παράγει ταινίες για μαζική κατανάλωση και ποπ κορν, προορισμένες να παιχτούν στις ειδικές αίθουσες που μπορούν να υποστηρίξουν την υψηλή, κατά τα άλλα, τεχνολογία τους, αίθουσες που χωροταξικά είναι ενταγμένες στα εμπορικά κέντρα, ως αναπόσπαστο κομμάτι της καταναλωτικής κουλτούρας του καπιταλισμού.

Ετσι, κι αυτή η ταινία είναι μια αμερικάνικη υπερπαραγωγή, που το μόνο θετικό που έχει να επιδείξει είναι τα εντυπωσιακά και ακριβοπληρωμένα ψηφιακά εφέ, όπως στις σκηνές με το τρένο που εκτροχιάζεται σ' έναν υπόγειο σταθμό του μετρό, ένα αληθοφανές αεροπορικό δυστύχημα και η συντέλεια του κόσμου από την ηλιακή ακτινοβολία.

Κατά τα άλλα, είναι μια αποτυχημένη ταινία καταστροφής, που στο τέλος τα ανακατεύει όλα μαζί, από την Αποκάλυψη, μέχρι και ...εξωγήινους!


Ιφιγένεια ΚΑΛΑΤΖΗ

ΤΖΟΝ ΜΕΪΜΠΟΥΡΙ
Αγάπη στ' άκρα

Ο Βρετανός σκηνοθέτης Τζον Μέιμπουρι, με την ταινία του «Η αγάπη είναι ο διάβολος», το 1998, που αναφέρεται στον ζωγράφο Φράνσις Μπέικον, απέδειξε πως είναι ικανός να δημιουργήσει μιαν αντισυμβατική κινηματογραφική βιογραφία. Στη νέα του ταινία «Αγάπη στ' άκρα», ασχολείται με τον ποιητή Ντίλαν Τόμας και τις σχέσεις του με τις γυναίκες που σημάδεψαν τη ζωή του.

Τον ποιητή υποδύεται ο Μάθιου Ράις, που μοιράζεται ανάμεσα στην παιδική του αγάπη, τη Βέρα, που ερμηνεύει η πορσελάνινη Κίρα Νάιτλι, και στην Κέιτλιν, τη γυναίκα του, με τη Σιένα Μίλερ στο ρόλο.

Η δράση της ταινίας τοποθετείται στο Λονδίνο, που βομβαρδίζεται ανελέητα κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, και ο θάνατος πλανιέται ως φάντασμα. Η Βέρα είναι τραγουδίστρια και εμψυχώνει τους Βρετανούς φαντάρους που φεύγουν για το μέτωπο. Οταν ο Ντίλαν τη συναντά τυχαία, ξαναφουντώνει το πάθος των παιδικών τους χρόνων. Ομως, ο Ντίλαν είναι παντρεμένος με την Κέιτλιν και έχουν αποκτήσει ένα παιδί.

Η Βέρα, στην προσπάθειά της να ξεχάσει τον Ντίλαν, αφήνεται στον έρωτα ενός φαντάρου που τη θαυμάζει, του Γουίλιαμ, που τον ερμηνεύει ο Σίλιαν Μέρφι.

Οταν στέλνουν τον Γουίλιαμ στην πρώτη γραμμή, η Βέρα, που περιμένει το παιδί τους, πρέπει να καταφέρει να δαμάσει το πάθος της για τον Ντίλαν.

Αυτή η σαγηνευτική ιστορία, ανάμεσα σε ένα ερωτικό τρίγωνο, επικεντρώνεται στη σχέση των δύο γυναικών, της καστανής Κίρα Νάιτλι και της ξανθιάς Σιένα Μίλερ, που αναπτύσσουν μιαν ιδιαίτερη σχέση, ξέροντας ότι τις αγαπάει ο ίδιος άντρας. Το αίσθημα αλληλεγγύης, που νιώθουν αρχικά, καταλήγει σε μια βαθιά φιλία, παρά τις αντίξοες συνθήκες.

Παρόλο που η ταινία προτείνεται ως βιογραφική, όχι μόνο δεν επικεντρώνεται στον ποιητή, αλλά πλάθει γι' αυτόν και μιαν εικόνα με στοιχεία αρνητικά. Ισως, όμως, ο σκηνοθέτης επιλέγει συνειδητά να μην εξιδανικεύει τον ποιητή, επιλέγοντας την τρωτή πλευρά της προσωπικότητάς του, σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο, προκειμένου ο πόνος της ποίησης να αναδεικνύεται μέσα από τις ανθρώπινες αδυναμίες.

Στο θέμα της σκηνοθεσίας, όμως, μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως ο Μέιμπουρι ξέρει να γοητεύει. Η ταινία ανοίγει με τα αισθησιακά κατακόκκινα χείλη της Βέρα σε γκρο πλάνο, με πράσινους και μπλε φωτισμούς, τη στιγμή που τραγουδάει σουίνγκ σκοπούς της εποχής. Ο αισθησιασμός που αναδύεται, μαζί με την πετυχημένη αναπαράσταση της εποχής, μέσα από τα ωραία εμπριμέ λουλουδάτα υφάσματα των φορεμάτων των δύο πανέμορφων γυναικών, γοητεύουν τελικά τον θεατή. Η διπλή υπόσταση της γυναίκας, ως αντικείμενου του πόθου, πότε με καστανή και πότε με ξανθιά παρουσία, θα λυγίσει και τον πιο απαιτητικό εκπρόσωπο του αντρικού φύλου και όχι μόνο. Η σκηνή όπου η κάμερα από ψηλά απαθανατίζει τα δύο πανέμορφα γυναικεία πρόσωπα, το ένα δίπλα στο άλλο να καταλαμβάνουν όλη την οθόνη, αγγίζει τα όρια του φετιχισμού. Την ερωτική ατμόσφαιρα συμπληρώνει και η ρομαντική ορχηστρική μουσική του Αντζελο Μπανταλαμέντι, που έχει συνθέσει και τις μυστηριακές μουσικές στο μυστικιστικό κινηματογραφικό σύμπαν του Ντέιβιντ Λιντς. Αν και δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως αυτή η ταινία λειτουργεί ως βιογραφία, σίγουρα θα γοητεύσει με τον ανυπέρβλητο αισθησιασμό της.


Ιφιγένεια ΚΑΛΑΤΖΗ

ΤΖΕΡΕΜΙ ΠΟΝΤΕΣΟΥΑ
Συντρίμμια ψυχής

Τα «Συντρίμμια Ψυχής» είναι η τρίτη ταινία του Καναδού Τζερεμί Ποντεσουά, με μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του ομώνυμου μυθιστορήματος της Αν Μίκαελς.

Στην Πολωνία του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ένα εννιάχρονο Εβραιόπουλο, ο Τζάκομπ, γίνεται μάρτυρας της δολοφονίας των γονιών του και της εξαφάνισης της έφηβης αδελφής του από τους ναζί. Ο Αθως, ένας Ελληνας αρχαιολόγος, που τον ερμηνεύει ο Ράντε Σερμπέντζια, παίρνει υπό την προστασία του το μικρό αγόρι και καταφεύγουν στη Ζάκυνθο. Μετά το τέλος του Πολέμου, μετακομίζουν στον Καναδά. Τα χρόνια περνάνε και ο Τζάκομπ, που τον υποδύεται πλέον ο Στίβεν Ντιλέιν, έχει εξελιχθεί σε έναν ευαίσθητο συγγραφέα, που τον κατατρέχουν ακόμα οι πληγές του παρελθόντος.

Η όμορφη και αισιόδοξη Αλεξ, που την υποδύεται η Βρετανίδα Ρόζαμουντ Πάικ, προσπαθεί να τον βοηθήσει, όμως ο εσωστρεφής Τζάκομπ βρίσκει μεγαλύτερη κατανόηση στο πρόσωπο της καλλιεργημένης Μικαέλα, που την ερμηνεύει η Ισραηλίτισσα ηθοποιός Αγιελετ Ζούρερ, και σαγηνεύεται από την ισπανορωσική καταγωγή της.

Ο Ποντεσουά δημιουργεί μια προσεγμένη ταινία, με ωραίες ερμηνείες, ιδίως από τον Σερβο-Κροάτη Ράντε Σερμπέντζια, που τον γνωρίσαμε στην ταινία «Πριν τη βροχή» του Μίλκο Μαντσέφσκι, το 1994. Ενα μικρό ρόλο έχει και η εξαίρετη Θέμις Μπαζάκα.

Η ιστορία διαδραματίζεται ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν του ήρωα. Η επιλογή μιας μη γραμμικής αφήγησης αποκαλύπτει σταδιακά τα γεγονότα που σημάδεψαν τον πρωταγωνιστή, δημιουργώντας μιαν ενδιαφέρουσα κινηματογραφική πλοκή. Η γοητεία, όμως, αυτής της ταινίας οφείλεται από τη μια στη ρομαντική ατμόσφαιρα που αποπνέει, με την προσεγμένη κινηματογράφηση ωραίων εσωτερικών χώρων, με βαριά ξύλινα έπιπλα και πολλά βιβλία, και, από την άλλη, στο κοσμοπολίτικο ύφος με γυρίσματα στο Τορόντο, αλλά και στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά Υδρα και Λέσβο. Στον ιδιαίτερο λυρισμό της ταινίας, εκτός από την ανάγνωση στίχων της Αχμάτοβα, συμβάλλει και η εξαιρετικά ευαίσθητη μουσική που συνέθεσε ο Νίκος Κηπουργός για την ταινία, με τις μελωδίες του για νησιώτική λύρα, που περιβάλλουν τη θλίψη της ψυχής του Τζάκομπ, κυρίως όταν επιστρέφει, σε μεγάλη ηλικία, στο νησί των παιδικών του χρόνων.

Η διαμόρφωση των χαρακτήρων εστιάζεται στις ανεξίτηλες συνέπειες των ψυχικών τραυμάτων που κουβαλάει ο πρωταγωνιστής, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην τραγικότητα της απώλειας και στη βιωμένη ιστορική μνήμη. Η αναζήτηση της ψυχικής λύτρωσης του ήρωα περνάει από την αγάπη, για να καταλήξει στον έρωτα. Αρχίζει με την πατρική τρυφερότητα που του δίνει απλόχερα ο Αθως, την οποία ανταποδίδει αργότερα στον Καναδά και ο ίδιος, όταν παίρνει υπό την προστασία του έναν μικρότερο γείτονά του και συνεχίζεται με την επίδραση της γυναικείας παρουσίας. Κρατάει σε απόσταση την πρώτη γυναίκα, παρόλο που τον γοητεύει, για να αφεθεί στον έρωτά του για την Μικαέλα, που τον κατανοεί και τον συγκινεί.

Για άλλη μια φορά, όμως, έχουμε μια ταινία, που εντοπίζει την τελεσμένη αδικία από τα δεινά του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου αποκλειστικά στους Εβραίους, χωρίς την παραμικρή αναφορά στις άλλες μειονότητες που κυνηγήθηκαν και εξουδετερώθηκαν από τους ναζί (για να μιλήσουμε μόνο για μειονότητες).

Τελικά, ο Ποντεσουά βασίζεται στις μνήμες του πολέμου και στις συνέπειές του στις ψυχές των ανθρώπων, δημιουργώντας μιαν ενδιαφέρουσα ταινία με ιδιαίτερη ατμόσφαιρα.


Ιφιγένεια ΚΑΛΑΤΖΗ

Η Στέλλα της ελπίδας

Η βδομάδα δεν επιφυλάσσει μεγάλες εκπλήξεις! Εκτός, ίσως, από την τρυφερή κοινωνική ταινία της Σιλβί Βερχέιντε, «Στέλλα». Ενα 11χρονο κορίτσι μεγαλώνει σχεδόν μόνο του (οι γονείς του έχουν τα «δικά» τους) και, τέλος, παίρνει τη ζωή του (και τις ζωές των άλλων) στα χέρια του!

Η ταινία του Τζον Μέιμπερι, «Αγάπη στα Ακρα», αναφέρεται σε δυο γυναίκες που αγάπησαν τον ίδιο άντρα (τον ποιητή Ντίλαν Τόμας). Ερωτες, ρομαντισμός με φόντο τον β` Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο «Σκοτεινός Κώδικας», του «δικού» μας Αλεξ Πρόγιας, είναι μια «φανταστική» ταινία καταστροφής. Ενα ακόμα «φανταστικό» παραμύθι, που, σιγά σιγά, μετατρέπεται σε μιαν ακόμα χολιγουντιανή περιπέτεια.

Η ταινία «Συντρίμμια Ψυχής», του Τζέρεμι Ποντεσουά, παρακολουθεί τη ζωή ενός νεαρού από την Πολωνία κατά τη διάρκεια του β` Παγκοσμίου Πολέμου. Ο νεαρός Πολωνο-Εβραίος μεταφέρεται από Ελληνα αρχαιολόγο στη Ζάκυνθο και στη συνέχεια στις ΗΠΑ. Η ταινία είναι ένα «ταξίδι» στο παρόν και το παρελθόν!

Να, και η δόση της βδομάδας! «Παρασκευή και 13», του Μάρκους Νίσπελ. Ενα ακόμα αιματηρό θρίλερ. Ο αιμοσταγής δολοφόνος Τζέισον Βόρχες, που όλα τα σφάζει και όλα τα μαχαιρώνει! Μακριά.

Τέλος στον κινηματογράφο «Μικρόκοσμος», και μόνον για 5 «συλλεκτικές» προβολές, θα προβληθεί η «ερασιτεχνική» ταινία (ψηφιακή) του Αγγελου Σπάρταλη, «Το Σύνδρομο της Χιονάτης». Μαζί του θα παιχτεί και η μικρού μήκους ταινία του Νίκου Πάστρα, «Theremin».

ΣΙΛΒΙ ΒΕΡΧΕΪΝΤΕ
Με λένε Στέλλα

Η ζωή στον καπιταλισμό, ιδιαίτερα για τις ευπαθείς ομάδες, όπως τα παιδιά, ας πούμε, είναι, το δίχως άλλο, μια συνεχής τραγωδία. Οι συνθήκες μέσα στις οποίες ζει η μεγάλη πλειοψηφία του λαού, είναι μια διαρκής δοκιμασία. Τα αναγκαστικά φορτία που μεταφέρουν οι φτωχοί άνθρωποι στις πλάτες τους είναι, πολλές φορές, ασήκωτα. Τα δράματα που εκτυλίσσονται γύρω μας είναι καθημερινά. Ο καθένας μας, χωρίς ουσιαστική βοήθεια από την πολιτεία, χωρίς την ύπαρξη κάποιας κοινωνικής προστασίας και κοινωνικής πρόνοιας, προσπαθεί από μόνος του να λύσει τα προβλήματά του. Τα οποία προβλήματα, τελικά, μας ξεπερνάνε! Οταν ένας τέτοιος αγώνας διεξάγεται από παιδιά, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο τραγικά.

Η ταινία είναι, κατά κάποιον τρόπο, βιογραφική της σκηνοθέτιδας. Η αληθινή ιστορία, η ιστορία της Σιλβί Βερχέιντε, διαδραματίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του '70. Ωστόσο, ένα καθαρό μάτι μπορεί να δει πως το σημερινό Παρίσι, χειρότερο έγινε και όχι καλύτερο! Και σήμερα η 11χρονη Στέλλα, η Σιλβί της δεκαετίας του '70, στην πραγματικότητα, ζει μόνη της και, κυρίως, μεγαλώνει μόνη της, όπως η σκηνοθέτιδα όταν είχε τη δική της ηλικία. Οι γονείς της, όπως και της σκηνοθέτιδας, τρέχουν για την επιβίωση. Παράλληλα, και το χειρότερο, έχουν εγκλωβιστεί στα «προσωπικά». Στα «προσωπικά», τα οποία, είναι το δικό τους τίμημα στον καπιταλισμό.

Το ντεκόρ, ο χώρος μέσα στον οποίο ξετυλίγεται το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας, είναι ένα λαϊκό καφέ σε κάποιο προάστιο του Παρισιού. Οι ιδιοκτήτες του καφέ είναι ένα νεαρό ζευγάρι το οποίο, «χωρίς να το καταλάβει», μέρα με τη μέρα, διευρύνει τις αποστάσεις μεταξύ του. Καιρό τώρα, πια, το ζευγάρι δεν επικοινωνεί, το έχει νικήσει η ζωή. Τόσο η γυναίκα όσο και ο άντρας, βρίσκουν διέξοδο στους πελάτες. Οι οποίοι, βέβαια, είναι και αυτοί τραγικά πρόσωπα.

Μέσα στο προαστιακό καφέ (στα πόδια των γονιών της και των πελατών), όπως η γάτα, ας πούμε, έζησε και έφτασε στα 11 χρόνια της, η κόρη του ζευγαριού, η μικρή Στέλλα. Μεγαλώνοντας, όπως η γάτα, έχοντας πάντα «κάτι να φάει» και πότε-πότε «κάποιο ανθρώπινο χάδι», τόσο από τους γονείς όσο και από τους πελάτες (αυτά μόνον, τίποτα περισσότερο), δυνάμωσε - και μεγάλωσε - πριν την ώρα της. Στα 11 χρόνια της, χωρίς τη βοήθεια κάποιου, αποφασίζει πως αυτή η ζωή που βιώνει δεν είναι ζωή, ούτε για μια ακόμα μέρα. Και φυσικά, σε καμία περίπτωση, ζωή για μεγάλα διαστήματα. Για ολόκληρη τη ζωή.

Η ταινία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σπουδή, μια σοβαρή τοιχογραφία, πάνω στη ζωή του μικροαστικού κομματιού της κοινωνίας. Του κομματιού εκείνου που δεν έχει καταφέρει να αναπτύξει ταξική συνείδηση και θεωρώντας τον εαυτό του το κέντρο του κόσμου, δεν εντάσσεται και δε συν-στρατεύεται με την εργατική τάξη, δεν αποχτάει αγωνιστικούς δεσμούς μαζί της, διαλέγει το περιθώριο από την κοινή δράση, την ηττοπάθεια και την υποχώρηση, από τον κοινό ταξικό αγώνα. Το κομμάτι αυτό της κοινωνίας, λογικό είναι, έχει καλλιεργήσει και τη δική του «ξεχωριστή» ηθική, διαφορετική από αυτήν της αγωνιζόμενης εργατικής τάξης. Αυτό το κομμάτι είναι επιρρεπές σε προσωπικές απιστίες, σε ψέματα και σε «διπλές» ζωές και σε άλλες αδυναμίες και χυδαιότητες.

Η μικρή Στέλλα, ζώντας μέσα σε αυτό το κοινωνικό περιθώριο, δυστυχώς, από πολύ νωρίς, γνώρισε και τη βία αυτού του κοινωνικού περιθωρίου (σαν να μην έφτανε η γενική καπιταλιστική βία). Δεν ήταν λίγοι (από τους πελάτες και τους «φίλους») αυτοί που προσπάθησαν να ασελγήσουν πάνω της (πόσες τέτοιες περιπτώσεις δε διαβάζουμε καθημερινά και στον δικό μας έντυπο ή τηλεοπτικό Τύπο;). Η μικρή «άντεξε» και τα τέτοια χτυπήματα. Και δυνάμωσε ακόμα περισσότερο.

Στα πολύ θετικά της ταινίας το πολύ αισιόδοξο τέλος. Η σκηνοθέτιδα, φαίνεται, πως ξεπέρασε τα δικά της παιδικά τραύματα και κατάφερε να μετατρέψει τις δικές της προσωπικές οδυνηρές εμπειρίες, σε γενικές κοινωνικές παρατηρήσεις. Στα θετικά, επίσης, της ταινίας, οι πολύ καλές ερμηνείες (ακόμα και των ερασιτεχνών που παίζουν στην ταινία) και, φυσικά, της μικρής Στέλλας (Λεόρα Μπάρμπαρα).

«Με Λένε Στέλλα», λοιπόν! Μια τρυφερή ταινία που μιλάει χαμηλόφωνα, αλλά με πολύ καθαρή και ηθική φωνή. Η αξία της ταινίας γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, γιατί, συμπτωματικά, φτάνει στους κινηματογράφους μέσα στην κορύφωση της καπιταλιστικής κρίσης και του (ξανα)ξεσηκώματος των παρισινών προαστίων. Μέσα από την ταινία θα παρελάσουν πολλές από τις αιτίες που οδηγούν τη νεολαία, και γενικά τους εργαζόμενους στους δρόμους.

Παίζουν: Λεόρα Μπάρμπαρα, Καρόλ Ροσέ, Μπενζαμίν Μπιολέ, Γκιζιόμ Ντεπαρντιέ.


Νίκος ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ