Υπολειτουργία, απολύσεις και απόπειρα «φίμωσης» της συνδικαλιστικής δράσης είναι οι «λέξεις - κλειδιά» της κρατικής πολιτιστικής πολιτικής
Eurokinissi |
Η ανακοίνωση αυτή ήταν το τελευταίο «επεισόδιο» στο - ετήσιο, όπως προκύπτει - «σήριαλ» του κλεισίματος μέρους ή του συνόλου μουσείων και αρχαιολογικών χώρων στις αρχές κάθε χρονιάς λόγω έλλειψης προσωπικού. Ελλειψη που προκύπτει με τη σειρά της από τις λήξεις των συμβάσεων των εργαζομένων στο τέλος κάθε προηγούμενης χρονιάς, με αποτέλεσμα, μέχρι να ξαναπροσληφθούν οι νέες «φουρνιές» των συμβασιούχων, η κρατική πολιτιστική υποδομή να υπολειτουργεί.
Είχαν προηγηθεί στις αρχές του Ιανουαρίου το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και το Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας - Θράκης, τα οποία έκλεισαν μερικώς λόγω έλλειψης προσωπικού, ενώ για τον ίδιο λόγο αντιμετώπισε προβλήματα και το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Από τα προβλήματα δε γλίτωσε και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το οποίο, κατά επιβεβαίωση του ίδιου του υπουργείου Πολιτισμού Τουρισμού μετά από σχετικό δημοσίευμα του «Ρ», ήταν - τουλάχιστον μέχρι και τις 18/1 - κατά 40% κλειστό.
Eurokinissi |
Την ίδια περίοδο, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού ανακοίνωνε ότι θα παραμείνει προσωρινά κλειστό μέχρι να γίνει πρόσληψη έκτακτου φυλακτικού προσωπικού. Για το κοινό θα λειτουργεί μόνο η έκθεση του εικαστικού καλλιτέχνη Κωνσταντίνου Ξενάκη, στην πτέρυγα των περιοδικών εκθέσεων. Λίγο αργότερα και μέχρι σήμερα άνοιξαν μόνο οι τέσσερις πρώτες αίθουσες της μόνιμης έκθεσης. Οσο για το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, η διοίκησή του είχε αποφασίσει να κρατά κλειστό ένα τμήμα της μόνιμης έκθεσης εκ περιτροπής, προκειμένου να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία του. «Εφόσον κάποιος επισκέπτης μας ζητήσει να δει κάποια αίθουσα που είναι κλειστή, θα την ανοίξουμε κανονικά», εξηγούσε στο ΑΠΕ - ΜΠΕ η διευθύντριά του προσθέτοντας ότι «το συγκεκριμένο πρόβλημα συμβαίνει πάντοτε στην αρχή του χρόνου και δεν πρόκειται για δυσρυθμία που προέκυψε φέτος. Το υπουργείο Πολιτισμού έχει το πρόβλημα υπόψη του και θα επιληφθεί»...
Η δε προϊσταμένη του Τμήματος Λαογραφίας του Λαογραφικού και Εθνολογικού Μουσείου Μακεδονίας - Θράκης χαρακτήριζε τη μείωση του φυλακτικού προσωπικού δραματική. «Τα προηγούμενα χρόνια είχαμε συμβασιούχους και εργαζόμενους με προγράμματα stage, που κάλυπταν τις ανάγκες του Μουσείου. Σήμερα λειτουργούμε με μόνο δύο μόνιμους φύλακες. Εχουμε ενημερώσει εδώ και ένα μήνα το υπουργείο, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει βρεθεί λύση» δήλωνε.
Πάντα την ίδια περίοδο το ΚΚΕ κατέθετε Ερώτηση στη Βουλή με την οποία σημείωναν ότι «σύνηθες φαινόμενο έχει γίνει πλέον η υπολειτουργία και το κλείσιμο των Μουσείων λόγω έλλειψης προσωπικού, καθώς το καθεστώς εργασίας των περισσοτέρων εργαζομένων είναι οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου». «Ετσι», συνέχιζε η Ερώτηση, «κλειστό θα παραμείνει το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη τις επόμενες μέρες. Αιτία αυτής της εξέλιξης είναι και σε αυτήν την περίπτωση η έλλειψη του απαραίτητου μόνιμου προσωπικού για τη λειτουργία του. Οι συμβάσεις των έκτακτων υπαλλήλων του Μουσείου είχαν λήξει στο τέλος της χρονιάς και από την πλευρά του υπουργείου δεν υπήρξε καμία μέριμνα, παρόλο που η διεύθυνση του Μουσείου είχε ενημερώσει ότι για τη λειτουργία του χρειάζεται 33 εργαζόμενους για το χειμερινό ωράριο και περισσότερους κατά το θερινό ωράριο, ως μόνιμους».
Το ΚΚΕ έδειχνε και σε αυτή την Ερώτηση τον ένοχο: «Για την κατάσταση αυτή ευθύνη έχουν διαχρονικά οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, αλλά και της ΝΔ, γιατί δεν δίνουν τα απαραίτητα κονδύλια από τον κρατικό προϋπολογισμό για τον πολιτισμό και την απρόσκοπτη λειτουργία των Μουσείων, με μόνιμο και όχι έκτακτο προσωπικό, υποβαθμίζοντας με αυτόν τον τρόπο την παροχή των υπηρεσιών τους».
Την ίδια ώρα το Σωματείο Τραγουδιστών Μελοδράματος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής σε ανακοίνωσή του «μάζεψε» και παρουσίασε συνοπτικά τα «κατορθώματα» του αστικού κράτους και επί του μοναδικού λυρικού θεάτρου της χώρας. Μεταξύ άλλων γινόταν αναφορά, εκτός των δραματικών μειώσεων των μισθών, στο κλείσιμο της σκηνής του «Ακροπόλ» που έστειλε στην ανεργία πάνω από 100 εργαζόμενους, στη συρρίκνωση του προσωπικού «απολύοντας εργαζόμενους που δουλεύουν στη Λυρική πολλά χρόνια με συνεχόμενες συμβάσεις» και βέβαια στην ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης όσων έχουν... το «θράσος» να σηκώνουν κεφάλι!
Ταυτόχρονα, η μία και μοναδική έκτακτη υπάλληλος του Μουσείου του Θεόφιλου στη Λέσβο, με τη σύμβασή της να έχει λήξει με το τέλος του χρόνου ενώ παρέμενε και απλήρωτη κάμποσους μήνες, προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα με τις επικίνδυνες συνέπειες της εγκληματικής, διαχρονικής κρατικής αδιαφορίας στο κτίριο του μουσείου, αλλά και στα έργα του ζωγράφου. Συνέπειες όπως η υγρασία, η σκόνη και διάφορες φθορές, σε ένα κτίριο που κινδυνεύει και με κατάρρευση από τα μέσα της 10ετίας του '90.
Η μόνη ανακοίνωση μουσείου που δεν ήταν «μαύρη» τον Ιανουάριο, ήταν αυτή του νέου Μουσείου Ακρόπολης, το οποίο - με έκδηλη «περηφάνια» - ανακοίνωνε στην «πελατεία» του ότι από τις 28/11 «και κάθε Παρασκευή, το Μουσείο της Ακρόπολης θα είναι ανοιχτό έως τις 10 το βράδυ, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους επισκέπτες να περιηγηθούν στους εκθεσιακούς χώρους του Μουσείου, με θέα την φωτισμένη Ακρόπολη», καθώς και ότι «το εστιατόριο στο δεύτερο όροφο του Μουσείου θα λειτουργεί κάθε Παρασκευή έως τις 12 τα μεσάνυχτα, προσφέροντας ένα ξεχωριστό μενού από πιάτα βασισμένα σε παραδοσιακές συνταγές, όπως φρέσκο λαυράκι σε κρούστα αλατιού με λαχανικά στον ατμό, κόκορας με σπιτικές χυλοπίτες και πάστα με γαρίδες, σάλτσα ψητής ντομάτας, ούζο και κάπαρη. Το μενού συμπληρώνει μια επιλογή από γλυκά εδέσματα». Είχε και τηλέφωνο για κρατήσεις...
Η ανακοίνωση συνοδευόταν και από την αναγγελία του δημόσιου καθαρισμού των Καρυάτιδων με ακτίνες λέιζερ. Ενα είδος «ατραξιόν» πριν την «γκουρμέ» επέλαση στο εστιατόριο του μουσείου. Ενα μουσείο, του οποίου το θεσμικό πλαίσιο (σ.σ. ΝΠΔΔ αποκομμένου από την Αρχαιολογική Υπηρεσία στο όνομα της ιδιωτικοοικονομικής «ευελιξίας») αποτελεί τον «πολιορκητικό κριό» για την εμπορευματική λειτουργία όλων των κρατικών μουσείων ή τουλάχιστον αυτών που έχουν την περισσότερη «πελατεία». Διότι αυτό που προκύπτει τελικά ως «αδιαφορία» του κράτους για τα μουσεία, δεν είναι παρά η συνειδητή δημιουργία του απαραίτητου «κενού» της δημόσια διαχείρισης, ώστε να «καλυφθεί» από την «ιδιωτική πρωτοβουλία»...