Την «ανταγωνιστικότητα» αποφάσισε να στοχοποιήσει η Νεολαία του Συνασπισμού σε ανακοίνωσή της για τον αγώνα των εργατών της «Ελληνικής Χαλυβουργίας». Αφού κατηγορεί τον υπουργό Εργασίας για σιωπή σχετικά με το πρόβλημα των χαλυβουργών, εξεγείρεται επειδή «γνωρίζει (σ.σ. ο υπουργός) ότι για να εξυπηρετηθεί ο "εθνικός" στόχος της ανταγωνιστικότητας που τέθηκε από στόματος Παπαδήμου, χρειάζονται νέες απολύσεις, νέο τσάκισμα των εργασιακών δικαιωμάτων και περαιτέρω διεύρυνση της εργασιακής ανασφάλειας. Αυτό το στόχο υπηρετούν από κοινού η συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ - ΝΔ - ΛΑ.Ο.Σ. και το ελληνικό κεφάλαιο».
Το ζήτημα είναι, όμως, πως ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν αποκηρύσσει τόσα χρόνια την ανταγωνιστικότητα, αλλά στηρίζοντας τον ευρωμονόδρομο καλλιεργεί στον εργατόκοσμο και αυταπάτες ότι υπάρχει... καλή ανταγωνιστικότητα, αρκεί να μπουν νόμοι και περιορισμοί. Γι' αυτό και όπου σταθούν και όπου βρεθούν κάνουν λόγο για την ανάγκη να μπουν οι άνθρωποι πάνω από τις αγορές. Ελα, όμως, που όσο υπάρχουν αγορές, οι άνθρωποι και τα δικαιώματά τους θα τσακίζονται από αυτές. Αλλωστε, οι αγορές από αυτό τρέφονται: Από το τσάκισμα των ανθρώπινων αναγκών και δικαιωμάτων. Γι' αυτό και δε γίνεται και η αγορά να λειτουργεί και οι εργαζόμενοι να έχουν δικαιώματα. Για παράδειγμα, δε γίνεται και ο Μάνεσης να έχει κέρδη και οι χαλυβουργοί να έχουν αξιοπρεπείς μισθούς, αντίστοιχους του πλούτου που παράγουν, συνθήκες εργασίας ασφαλείς, με αξιοποίηση της τεχνολογίας για μείωση του εργάσιμου χρόνου, εκμηδένιση των κινδύνων «ατυχημάτων» κ.τ.λ. Αυτά, όμως, δεν τα λένε στους χαλυβουργούς. Μόνο θυμήθηκαν τώρα να εκφράσουν την «αλληλεγγύη» τους για έναν αγώνα του οποίου η τεράστια αξία έγκειται και στο ότι αποκαλύπτει την αληθινή πηγή των εργατικών αδιεξόδων: Την καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, την εξουσία του κεφαλαίου, τα οποία όμως ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ δεν αμφισβητεί.
Γι' αυτό άλλωστε και ο πρόεδρος του κόμματός τους Αλ. Τσίπρας, όταν προχτές επισκέφτηκε το εργοστάσιο της «Χαλυβουργίας», εκτίμησε ότι οι εργάτες «απειλούνται από τον πυρήνα της μνημονιακής πολιτικής που είναι η εσωτερική υποτίμηση». Ακόμα μία φορά, δηλαδή, επέλεξε να απομονώσει μόνο μία έκφραση της αντιλαϊκής στρατηγικής του κεφαλαίου, η οποία δεν εξαντλείται στο μνημόνιο. Επέλεξε να ταυτίσει τις αγωνίες της πλουτοκρατίας (για υποτίμηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής αγοράς) με τις αγωνίες των εργατών, όταν καμιά σχέση δεν έχουν οι μεν με τις δε. Η κατάργηση της σταθερής εργασίας, η επιβολή εκ περιτροπής απασχόλησης, η επέκταση των ελαστικών μορφών απασχόλησης που στήριξαν και οι δυνάμεις του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ (με το ψευδεπίγραφο επιχείρημα της «δυνατότητας επιλογής» λες και ο εργάτης που έχει να διαλέξει μεταξύ της ανεργίας και της 4ωρης δουλειάς με 400 ευρώ το μήνα έχει «δυνατότητα» να διαλέξει αυτό που αληθινά τον ωφελεί) δεν είναι αποτέλεσμα μόνο του μνημονίου. Είναι επιλογή και επιτακτική ανάγκη της πλουτοκρατίας από τη στρατηγική της Λισαβόνας μέχρι την «ΕΕ-2010» για την ανταγωνιστικότητα, γιατί μόνο έτσι μπορεί να υπερασπιστεί την κερδοφορία της. Αλλωστε και στα κράτη - μέλη χωρίς μνημόνιο εφαρμόζονται νόμοι, ρυθμίσεις κλπ. για να επιταχύνουν τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης. Αυτά όλα όμως δεν τα λένε στους χαλυβουργούς, ακριβώς για να κρύψουν ότι με τον τρόπο τους κι οι ίδιοι οπλίζουν το χέρι του Μάνεση και κάθε Μάνεση που πετά στην ανέχεια όλο και περισσότερες εργατικές οικογένειες.