Κυριακή 13 Φλεβάρη 2011
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 9
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Το «κομματικό οργανωτικοπολιτικό πρόβλημα» στα χρόνια 1950-1967

Πρώτο μέρος

«Σήμερα, κλειδί για την ολόπλευρη ισχυροποίηση του Κόμματος είναι η πρόοδος της κομματικής οικοδόμησης, παίρνοντας υπόψη ότι έχει διευρυνθεί η επιρροή του Κόμματος, άρα υπάρχει έδαφος για ανάπτυξη των γραμμών του με ταχύτερους ρυθμούς την επόμενη περίοδο. Προϋποθέτει σχεδιασμένη και σταθερή, ακούραστη δουλειά, για την οικοδόμηση εκτεταμένου, όσο γίνεται, δικτύου Κομματικών και ΚΝίτικων Οργανώσεων Βάσης στα εργοστάσια, στις επιχειρήσεις, στους τόπους δουλειάς, σε όλους του κλάδους και συνεχή ανάπτυξή τους. Είναι προϋπόθεση για να βελτιωθεί και να γίνει πιο δυνατή και αποτελεσματική η κομματική οικοδόμηση και επίδραση στα λαϊκά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου, στις γυναίκες, στις νέες ηλικίες, στη νεολαία γενικότερα. Να γίνει συνείδηση και τρόπος δουλειάς η ενότητα επαναστατικής θεωρίας - επαναστατικής πράξης...»1.

Αν τα παραπάνω είναι ζωτικής σημασίας θέματα σχετικά με την τρέχουσα και τη μελλοντική πορεία του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, αβίαστα πρέπει καθένας να υποστηρίξει ότι ίδιου βάρους ήταν ως καθήκοντα και στις δεκαετίες που κύλησαν από την ίδρυση του ΚΚΕ.

Δεν αντιμετωπίστηκαν πάντα με αυτόν τον τρόπο, ιδιαίτερα την περίοδο 1958-1967, μία ολόκληρη δεκαετία απουσίας Κομματικών Οργανώσεων του ΚΚΕ από την ταξική πάλη που διεξαγόταν, με όσα συνεπαγόταν αυτό για το ίδιο το Κόμμα και για την εργατική τάξη.

Ωστόσο, η εξέταση του παραπάνω προβλήματος πρέπει να αρχίσει πολύ νωρίτερα από το 1958, συγκεκριμένα από το τέλος του ένοπλου αγώνα 1946-1949 και ενώ ξεκινούσε η δεκαετία του 1950. Αυτή είναι η αφετηρία του λεγόμενου «κομματικού οργανωτικοπολιτικού προβλήματος».

Ως «κομματικό οργανωτικοπολιτικό πρόβλημα» καθιερώθηκε να αποκαλείται η πορεία που ακολούθησε η κομματική οικοδόμηση και ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε από τα καθοδηγητικά όργανα του ΚΚΕ, με σχετικές αποφάσεις, στα χρόνια 1950-1967.

Αυτήν την περίοδο η πορεία του «κομματικού οργανωτικοπολιτικού προβλήματος» σημαδεύεται από τα ακόλουθα:

Την πάλη για γερές παράνομες Κομματικές Οργανώσεις, σε αντιπαράθεση με τις πιέσεις για την ακύρωσή τους και την ανάπτυξη Οργανώσεων της ΕΔΑ.

Την κατάργηση των Κομματικών Οργανώσεων και την υποκατάστασή τους από Οργανώσεις της ΕΔΑ.

Την απόφαση της ΚΕ για την επέκταση των λεγόμενων «κομματικών στηριγμάτων», που είχαν υποκαταστήσει την ύπαρξη των ΚΟΒ και των καθοδηγητικών οργάνων τους.

Την απόφαση για δημιουργία Οργανώσεων του ΚΚΕ (11η Ολομέλεια της ΚΕ, 27-30 Ιουνίου 1967), που ταυτόχρονα θα συνυπήρχαν με Οργανώσεις της ΕΔΑ.

Την έντονη φραξιονιστική δράση που ανέπτυσσε η δεξιά αναθεωρητική ομάδα στο καθοδηγητικό όργανο του ΚΚΕ και στην ΕΔΑ, στη δεκαετία του 1960 και τη σύγκρουση για το «κομματικό οργανωτικό πρόβλημα», που λύθηκε τελικά με τη διάσπαση του ΚΚΕ στη 12η Ολομέλεια της ΚΕ (Βουδαπέστη, 5-15 Φεβρουαρίου 1968).

Οι συνθήκες της περιόδου 1950-1967

Η πορεία του «κομματικού οργανωτικοπολιτικού προβλήματος» εξελίχθηκε στις ιδιαίτερα σκληρές, αν και με διακυμάνσεις, συνθήκες που επέβαλε το αστικό κράτος, «το κράτος των νικητών» και οι κυβερνήσεις του, σε βάρος του ΚΚΕ και του εργατικού και λαϊκού κινήματος, πριν και αμέσως μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ).

Η διαμόρφωση τέτοιων συνθηκών, ως επιλογή της αστικής τάξης, για να σταθεροποιήσει και αναπτύξει την καπιταλιστική ανασυγκρότηση, με την ταυτόχρονη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού, έφερε έντονο το βάρος της απειλής που δέχθηκε η εξουσία της κατά τη δεκαετία του 1940 και της ένοπλης αντιπαράθεσης με τις κομμουνιστικές - ΕΑΜικές και εργατικές - λαϊκές δυνάμεις.

Από τις αρχές της δεκαετίας του '50, η καπιταλιστική ανάπτυξη προχωρούσε με γρήγορους ρυθμούς. Ως στοιχείο της ανοδικής καπιταλιστικής πορείας πρέπει να σημειωθεί και ότι στο ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό πεδίο βρίσκονταν εκείνα τα χρόνια σε αυξητική πορεία τα μεσαία στρώματα της πόλης, γεγονός που μεγάλωνε τις δυνατότητες της πλουτοκρατίας να πραγματοποιεί και να διευρύνει τις συμμαχίες της για τη στήριξη της κυριαρχίας της. Την αύξηση των μικροαστικών στρωμάτων είχαν τροφοδοτήσει μεταξύ άλλων ο μαυραγοριτισμός στην Κατοχή, κάθε λογής «αμερικανικές βοήθειες», καθώς και η διεύρυνση της δημοσιοϋπαλληλίας.

Βασική κρατική πολιτική εκείνη την περίοδο αποτέλεσε η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους «εθνικόφρονες» και στους «αντεθνικώς δρώντες», που η αστική τάξη και τα κόμματά της επιχείρησαν να την εμπεδώσουν διά πυρός και σιδήρου, με σκοπό να διαμορφώσουν ένα συσχετισμό δυνάμεων συντριπτικά υπέρ των αστικών κομμάτων.

Η παραπάνω επιλογή εξέφραζε ταυτόχρονα και τα αστικά αντανακλαστικά ενός αντιπερισπασμού στην «εθνοπροδοσία», με την οποία το ΕΑΜ είχε στιγματίσει μεγάλο τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου την περίοδο της Κατοχής και στη συνέχεια.

Ο χαρακτηρισμός «κράτος της εθνικοφροσύνης», παρότι δημιουργούσε σύγχυση ως προς το ταξικό περιεχόμενο του αστικού κράτους, έδειχνε την εξής αλήθεια: Οτι για την άρχουσα τάξη αποτελούσε μονόδρομο η λήψη σε αυτή τη βάση ακραίων τρομοκρατικών μέτρων, αλλά και η στελέχωση των κρατικών μηχανισμών κατά κύριο λόγο με στελέχη των λεγόμενων «δεξιών» κομμάτων και των «δωσιλογικών» δυνάμεων της Κατοχής, παράλληλα με την κατηγορία ακόμη και δυνάμεων του «κεντρώου» χώρου ως «συνοδοιπόρων του κομμουνισμού».

Η πολιτική επιλογή του διαχωρισμού σε «εθνικόφρονες και μη» συμβάδιζε με τον πιο χυδαίο αντικομμουνισμό, καθώς και με την επίκληση του «από Βορράν κινδύνου», σύνθημα που αντέστρεψε βεβαίως την πραγματικότητα, αφού ήταν ο ιμπεριαλισμός εκείνος που απειλούσε τη νέα εξουσία στις βαλκανικές χώρες, εκδηλώνοντας πολύμορφα την επιθετική πολιτική του.

Η συκοφαντία «του ξενοκίνητου ΕΑΜοβούλγαρου» και η θεωρία του «σιδηρού παραπετάσματος», όπως χαρακτήριζε ο ιμπεριαλισμός τη Σοβιετική Ενωση και τις χώρες της λαϊκής εξουσίας στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, πήγαιναν μαζί, στο πλαίσιο της έντονης αμερικανικής παρουσίας, που η εγχώρια αστική τάξη χρειαζόταν τη στενή συνεργασία της για να προχωρήσει η κρατική και οικονομική ανασυγκρότηση.

Δίπλα και μαζί με τις επίσημες κρατικές διωκτικές αρχές δρούσαν οι λεγόμενες παρακρατικές οργανώσεις που καθοδηγούνταν από την Κρατική Ασφάλεια και τη Χωροφυλακή, καθώς και από το Στρατό και την Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ). Η δράση τους λειτουργούσε ακόμη πιο τρομοκρατικά στους κατοίκους της υπαίθρου, ιδιαίτερα σε πολλούς από τους ψηφοφόρους της ΕΔΑ, από τους οποίους αρκετοί μετατοπίστηκαν σε μία πορεία στα κόμματα του «Κέντρου», με την ελπίδα να χαλαρώσει το αυταρχικό πλαίσιο.

Από την πλευρά του λαϊκού κινήματος, είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε μόνο η ηρωική στάση χιλιάδων κομμουνιστών και κομμουνιστριών, που έδωσαν και τη ζωή τους, ενώ άλλοι έμειναν επί χρόνια στις φυλακές αλύγιστοι, προτιμώντας αυτές τις συνέπειες και όχι την υπογραφή δήλωσης που αποκήρυσσε το ΚΚΕ «και τις παραφυάδες του». Υπήρχαν, παράλληλα, και οι «δηλώσεις μετανοίας», που οι διωκτικές αρχές και ειδικοί μηχανισμοί απέσπασαν από εξόριστους και φυλακισμένους με τη χρήση κάθε είδους απειλών και βασανισμών, καθώς και τα ευρύτατα καθιερωμένα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, απαραίτητα σε σειρά περιπτώσεων ακόμη και για τη θέση καθαρίστριας. Αυτά, ιδίως τα τελευταία, σφράγισαν περισσότερα από 20 μετεμφυλιακά χρόνια, αφού στην πράξη οι διάφορες διακρίσεις συνεχίστηκαν και όταν η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου κατάργησε (1964) τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Το «φακέλωμα» έγινε βασικό κατασταλτικό μέσο, ενώ, σε συνδυασμό με την αυξημένη ανεργία, λειτούργησε ως μόνιμος εφιάλτης πάνω από τα φτωχά λαϊκά στρώματα.

Οξυνση και κορύφωση της εσωκομματικής διαπάλης

Στις συνθήκες αυτές, που πλατιές λαϊκές δυνάμεις έδειχναν σαφή αγωνιστική υποχώρηση, παρότι ο δίκαιος αγώνας του ΚΚΕ και του ΕΑΜ συνέχιζε να συγκινεί πολύ περισσότερες μάζες από εκείνες που εξέφραζαν τα εκλογικά ποσοστά της ΕΔΑ και παρά τον ηρωικό αγώνα των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων, έξω από τις φυλακές και τις εξορίες και μέσα σε αυτές, η επεξεργασία της πολιτικής του ΚΚΕ, σε άμεση συνάρτηση με την προσπάθεια να εντοπιστούν οι αιτίες της αρνητικής για το λαό κατάληξης του ΕΑΜικού κινήματος και της ήττας του ΔΣΕ, γινόταν μέσα σε μεγάλες δυσκολίες. Αλλά γινόταν και μέσα σε οπορτουνιστικές πιέσεις, που ασκούνταν από κομματικά στελέχη και από συνεργαζόμενους με το ΚΚΕ.

Η σύγκρουση οξύνθηκε, κυρίως στις Κομματικές Οργανώσεις στην Ελλάδα, αμέσως μετά τη δημιουργία της ΕΔΑ (1 Αυγούστου 1951), τόσο για τα ζητήματα της γενικότερης και της εκλογικής της τακτικής, όσο και με αφορμή την «υπόθεση των ασυρμάτων», που, κατά την ανακάλυψή τους, σκοτώθηκε στην κρύπτη τους ο Νίκος Βαβούδης, ενώ στη συνέχεια ο Νίκος Μπελογιάννης και 28 ακόμη κομμουνιστές παραπέμφθηκαν σε δίκη με την κατηγορία της κατασκοπείας. Τότε, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, ενεργοποιήθηκε ο σχετικός Μεταξικός νόμος 375/1936.

Στο επίκεντρο της εσωκομματικής διαπάλης τέθηκε το ψεύτικο δίλημμα «νόμιμη ή παράνομη δράση», που αποτελούσε ευθεία βολή κατά της ύπαρξης παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ. Στις «Συμπληγάδες» αυτού του διλήμματος, ενεπλάκη και η μη υποψηφιότητα του Νίκου Μπελογιάννη στα ψηφοδέλτια της ΕΔΑ για τις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951. Η διελκυστίνδα «παράνομο ΚΚΕ ή νόμιμη ΕΔΑ» θα γίνει - από τότε και για μερικά χρόνια ακόμη - βασικό στοιχείο ενός οπορτουνιστικού προβληματισμού, ο οποίος κυριάρχησε τελικά και στο ΚΚΕ.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Σημειώσεις: 1. Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 18ο Συνέδριο, σελ. 72.


Του
Μάκη ΜΑΪΛΗ*
* Ο Μάκης Μαΐλης είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου και του Τμήματος Ιστορίας


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ