ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 4 Δεκέμβρη 2005
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΚΚΕ ΓΙΑ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ - ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ωριμη ανάγκη η κατοχύρωση της ελευθερίας συνείδησης

Εκτενή αποσπάσματα από την εισηγητική έκθεση της πρότασης που κατατέθηκε στη Βουλή και παρουσίαση των άρθρων

Παπαγεωργίου Βασίλης

Ο διαχωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος αποτελεί πάγιο δημοκρατικό αίτημα. Αποτελεί ώριμη ανάγκη, που εκπορεύεται, πρώτα απ' όλα, από την ανάγκη της πλήρους κατοχύρωσης της ελευθερίας συνείδησης (στο πλαίσιο αυτό και της ελευθερίας θρησκευτικής συνείδησης), της ισότιμης μεταχείρισης όλων ανεξάρτητα από τα «πιστεύω» του και της απαλλαγής από έναν πρόσθετο μηχανισμό ιδεολογικής χειραγώγησης. Προκύπτει ακόμη από την πεποίθηση ότι δεν πρέπει η θρησκευτική πίστη να διασφαλίζεται διά της επιβολής. Επιπρόσθετα να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία, ιδιαίτερα μέσω της έλευσης μεγάλου αριθμού μεταναστών, παρουσιάζει μια ποικιλία θρησκευτικών και πολιτιστικών αντιλήψεων.

Είναι προς το συμφέρον του λαού, και των ίδιων των θρησκευόμενων, του ίδιου του λαϊκού κλήρου, να αγωνιστούν για τον πλήρη διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους.

Οπως είναι γνωστό στον ελληνικό λαό από τη μακρόχρονη εμπειρία του, το ΚΚΕ ουδέποτε διαχώρισε τους εργαζόμενους σε θρησκευόμενους και μη. Στάθηκε πάντοτε με απόλυτο σεβασμό στο θρησκευτικό συναίσθημα και στις παραδόσεις του λαού.

Στους αγώνες για βελτίωση της ζωής του λαού, για εθνική ανεξαρτησία, για δημοκρατία και κοινωνική πρόοδο, ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στην εγχώρια ολιγαρχία, οι κομμουνιστές βρέθηκαν, βρίσκονται και θα βρίσκονται μαζί με τους εργαζόμενους και τους άνεργους, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές ή μη αντιλήψεις τους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Εθνικής Αντίστασης, όπου ο λαϊκός κλήρος συμμετείχε μαζικά στον αγώνα μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ.

Η ιστορική εμπειρία του ελληνικού λαού, αλλά και άλλων λαών, αποδεικνύει ότι η διαπλοκή Κράτους και Εκκλησίας αποφέρει οφέλη και για τις δύο πλευρές. Το αστικό κράτος αξιοποιεί την επιρροή και τους μηχανισμούς της Εκκλησίας για να διαιωνίζει την ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία του και να καλλιεργεί τη συναίνεση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Από την άλλη, η ηγεσία της Εκκλησίας αξιοποιεί τη διαπλοκή για να συμμετέχει και να απολαμβάνει το δικό της μερίδιο στην οικονομική, πολιτική και ιδεολογική ισχύ της κρατικής εξουσίας.

Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ έχουν επανειλημμένα απορρίψει το αίτημα του διαχωρισμού Εκκλησίας - Κράτους. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα δύο κόμματα αρνήθηκαν ακόμη και να συζητήσουν την πρόταση του ΚΚΕ κατά την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος, το οποίο πρότεινε να καταργηθεί το άρθρο 3 και να αναθεωρηθούν τα υπόλοιπα σχετικά.

Οποιες ρυθμίσεις υπήρξαν κατά το παρελθόν (π.χ. εισαγωγή και του πολιτικού γάμου ως ισόκυρου με το θρησκευτικό, μη αναγραφή του θρησκεύματος στις νέες ταυτότητες) είχαν απολύτως αποσπασματικό χαρακτήρα, δεν εντάσσονταν σε μια γενικότερη πολιτική διαχωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος, υπηρετούσαν συχνά άλλες σκοπιμότητες.

Με βάση όλα τα παραπάνω, το ΚΚΕ προτείνει με την παρούσα πρόταση νόμου ένα ενιαίο σύνολο μέτρων που θα προωθήσουν το διαχωρισμό. Σημαντική ήταν η συμβολή των επεξεργασιών της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, τις οποίες το ΚΚΕ αξιοποίησε.

Είναι προφανές ότι το μέγιστο ακανθώδες θέμα είναι εκείνο της εκκλησιαστικής περιουσίας, για το οποίο βέβαια απαιτείται μια καλύτερη, ουσιαστική, νομική και πολιτική, προετοιμασία. Σε κάθε περίπτωση το ΚΚΕ θεωρεί σημαντικό να εξασφαλιστεί η μισθοδοσία, καθώς και συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης των κληρικών, ιδιαίτερα των κατώτερων βαθμίδων, του λεγόμενου δηλαδή λαϊκού κλήρου. Αυτό, προοπτικά μπορεί να γίνει και με ευθύνη της ίδιας της Εκκλησίας με την προϋπόθεση βέβαια ότι η τελευταία θα έχει τα αναγκαία προς τούτο οικονομικά μέσα.

Τι προβλέπουν τα άρθρα του νομοσχεδίου

Το άρθρο 1 της πρότασης έχει έντονα διακηρυκτικό χαρακτήρα, κατοχυρώνοντας το απαραβίαστο της θρησκευτικής ελευθερίας. Διευκρινίζει ποιες είναι οι επιμέρους πτυχές της θρησκευτικής ελευθερίας. Μεταξύ αυτών, αναγνωρίζεται και η ελευθερία του να μην πιστεύει κάποιος σε οποιαδήποτε θρησκεία και να εκδηλώνει αυτή του την πεποίθηση.

Το ίδιο άρθρο επιχειρεί να προσδιορίσει την υποχρέωση του κράτους να σέβεται όλες τις θρησκευτικές κοινότητες και τους λειτουργούς τους και να εξασφαλίζει την απαγόρευση κάθε είδους διακρίσεων σε βάρος των πολιτών,με βάση τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Ιδιαίτερη σημασία έχει η υποχρέωση του κράτους για εξασφάλιση της απόλαυσης και των κοινωνικών δικαιωμάτων, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του καθένα (πρόκειται για διατύπωση που απουσιάζει από τη σχετική απαρίθμηση του Συντάγματος).

Με το άρθρο 2 προβλέπεται ως θεσμικό πρότυπο για την οργάνωση και λειτουργία όλων ανεξαίρετα των αυτοτελών θρησκευτικών κοινοτήτων η «θρησκευτική ένωση», ως ιδιότυπο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Προτείνεται, δηλαδή, για πρώτη φορά η θεσμοθέτηση ενός «θρησκευτικού νομικού προσώπου» ως μοναδικού φορέα της συλλογικής θρησκευτικής δράσης, με ταυτόχρονη αναγνώριση στα μέλη του της ελευθερίας να καθορίζουν κατά το δοκούν τα οργανωτικά τους ζητήματα. Για την απόκτηση της νομικής προσωπικότητας από τη θρησκευτική ένωση δεν απαιτείται προηγούμενη άδεια, αλλά απλή εγγραφή σε ενιαίο δημόσιο βιβλίο που θα τηρείται για ολόκληρη τη χώρα στο Εφετείο Αθηνών.

Το άρθρο 3 επαναλαμβάνει κατ' ουσία τις ισχύουσες και σήμερα φορολογικές απαλλαγές των θρησκευτικών κοινοτήτων, συμπεριλαμβάνοντας πλέον ρητά και τα εισοδήματα που αυτές πραγματοποιούν κατά την επιδίωξη των θρησκευτικών σκοπών τους. Από την απαλλαγή εξαιρούνται τα εισοδήματα που πραγματοποιούν οι θρησκευτικές ενώσεις από εμπορικές δραστηριότητες, από χρεόγραφα και από την εκμετάλλευση ακινήτων. Με την τελευταία αυτή ρύθμιση αντιμετωπίζεται με τρόπο σύμφωνο προς την αρχή της ισότητας ένα δυσεπίλυτο ζήτημα, η εκκρεμότητα του οποίου έχει ως γνωστόν προκαλέσει σοβαρές τριβές στο παρελθόν.

Με το άρθρο 4, η Εκκλησία της Ελλάδος και τα εξαρτώμενα από αυτήν νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου (μητροπόλεις, ενορίες κ.ά.) μετατρέπονται σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου.

Μέχρις ότου εγγραφεί στο ειδικό δημόσιο βιβλίο του Εφετείου Αθηνών και υπαχθεί στο προβλεπόμενο ενιαίο καθεστώς των θρησκευτικών ενώσεων των άρθρων 2 και 3, προβλέπεται ότι η οργάνωσή της θα εξακολουθήσει να διέπεται από τις ρυθμίσεις που ήταν σε ισχύ κατά την έναρξη της ισχύος του ψηφισθησόμενου νόμου, με εξαίρεση εκείνες που αναγνωρίζουν αρμοδιότητα σε όργανα της ελληνικής Πολιτείας και οι οποίες καταργούνται. Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 ορίζει ότι τα αυτά επίσης ισχύουν για την Εκκλησία της Κρήτης, τις Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου, το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο και τις ισραηλιτικές κοινότητες, που μετατρέπονται επίσης σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου.

Με την παράγραφο 3 αντιμετωπίζεται το αναχρονιστικό καθεστώς που διέπει τις σχέσεις κράτους και μουσουλμανικής μειονότητας. Παύουν οι Μουφτήδες να ασκούν δικαιοδοτικές αρμοδιότητες και οι μουσουλμάνοι απευθύνονται για τις οικογενειακές διαφορές τους μόνον στην τακτική δικαιοσύνη. Οι μουσουλμάνοι θα επιλέγουν οι ίδιοι τον Μουφτή τους, ο οποίος δεν έχει, πλέον, λόγο να είναι δημόσιος υπάλληλος και πολύ περισσότερο δεν έχει λόγο η Μουφτεία να παραμένει δημόσια υπηρεσία.

Το άρθρο 5 της πρότασης νόμου είναι αφιερωμένο στο ζήτημα της ανέγερσης ναών και κάθε είδους χώρων λατρείας όλων των θρησκειών και δογμάτων, με κατάργηση των σχετικών ρυθμίσεων της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936 καθώς και του Γραφείου Ναοδομίας.

Εκπαίδευση - όρκος

Με το άρθρο 6 προβλέπεται η μετατροπή του μαθήματος των θρησκευτικών, από ομολογιακό σε θρησκειολογικό.

Στο άρθρο 7 της πρότασης επέρχεται μια σημαντική αλλαγή στη λεγόμενη εκκλησιαστική εκπαίδευση.

Η λεγόμενη εκκλησιαστική εκπαίδευση δεν πρέπει να ανήκει στη δομή και λειτουργία της εκπαίδευσης, όπως αυτή καθορίζεται από το νόμο (βλ. ν. 1566/1985), με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Προβλέπεται, επομένως, τα υπάρχοντα εκκλησιαστικά ιδρύματα να περιέλθουν, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, στην ευθύνη, την εποπτεία και την οικονομική στήριξη της εκκλησίας και να πάψουν να εντάσσονται στη δομή και τη λειτουργία της εκπαίδευσης.

Φυσικά υπάρχει μέριμνα για τους φοιτούντες στα υπάρχοντα σήμερα εκκλησιαστικά ιδρύματα, εφόσον δεν επιλέξουν να παραμείνουν σ' αυτά με τη νέα τους μορφή, να μπορούν να μετεγγραφούν σε δημόσιους εκπαιδευτικούς φορείς. Μέριμνα υπάρχει ακόμη και για το προσωπικό των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων, που δεν επιλέξει να μείνει σ' αυτά με τη νέα τους μορφή, να τοποθετείται σε ειδικά συνιστώμενες προσωπικές οργανικές θέσεις του υπουργείου Παιδείας.

Με το άρθρο 8, καταργείται ο θρησκευτικός όρκος, με τροποποίηση των σχετικών διατάξεων των κωδίκων. Διατηρείται προσωρινά ο θεσμός του όρκου, με περιεχόμενο ωστόσο βεβαίωσης του ορκιζομένου στην τιμή και τη συνείδησή του. Τέλος, σε ξεχωριστή παράγραφο ορίζεται ότι σε ορκωμοσίες που πραγματοποιούνται σε δημόσιες αρχές και υπηρεσίες δε συμμετέχουν θρησκευτικοί λειτουργοί.

Γάμος - ονοματοδοσία

To άρθρο 9 της πρότασης τερματίζει μιαν εκκρεμότητα που χρονολογείται από τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, το 1982: Θεσμοθετεί ως μόνον έγκυρο τρόπο τέλεσης του γάμου τον πολιτικό (ενώπιον του αρμόδιου δημάρχου ή προέδρου κοινότητας). Οσοι το επιθυμούν, σε οποιοδήποτε θρήσκευμα και αν ανήκουν, θα έχουν το δικαίωμα να τελέσουν και θρησκευτικό γάμο, όπως και σήμερα.

Στην καθιέρωση του πολιτικού γάμου ως υποχρεωτικού προσαρμόζονται με το άρθρο 10 οι διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας για τις ληξιαρχικές πράξεις. Καθιερώνεται ως μοναδικός τύπος ονοματοδοσίας η από κοινού δήλωση των γονέων του παιδιού στο ληξίαρχο. Βεβαίως, δεν περιορίζεται με οποιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα των τελευταίων να τελούν και βάπτιση.

Με το άρθρο 11, καταργούνται μια σειρά ειδικών ρυθμίσεων για τους κληρικούς και αρχιερείς, οι οποίες, μετά τον προτεινόμενο χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας, δε δικαιολογούνται, ως αντικείμενες προς την αρχή της ισότητας.

Το άρθρο 12 απαγορεύει την αναγραφή του θρησκεύματος σε δημόσια έγγραφα, τίτλους σπουδών ή βεβαιώσεις δημόσιας αρχής.

Με το άρθρο 13, στο πλαίσιο των διακριτών ρόλων εκκλησίας και κράτους, ενόψει της συνταγματικής κατοχύρωσης της θρησκευτικής ελευθερίας (άρθρο 13 Σ.), αλλά και των πτυχών της έννοιας της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 1 της παρούσας πρότασης, προτείνεται η απαγόρευση της ανάρτησης θρησκευτικών συμβόλων στις δημόσιες υπηρεσίες, καθώς επίσης και της υποχρεωτικής προσευχής, αλλά και του υποχρεωτικού εκκλησιασμού.

Ενόψει της κατάργησης των απαρχαιωμένων διατάξεων της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936 για τον προσηλυτισμό (βλ. άρθρο 21), το άρθρο 14 της πρότασης επαναπροσδιορίζει την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης αυτής πράξης.

Το αδίκημα του προσηλυτισμού θα έπρεπε υπό τις σημερινές συνθήκες να είχε απλώς καταργηθεί, μια και θα ήταν ορθότερο η κάθε θρησκεία να μεριμνά με τα δικά της μέσα για την προστασία των πιστών της που γίνονται αντικείμενο αθέμιτων πιέσεων από οπαδούς άλλων θρησκειών.

Πολιτική κηδεία

To άρθρο 15 της πρότασης επιβάλλει στους οικείους ΟΤΑ την υποχρέωση να διαμορφώσουν στα κοιμητήρια που τους ανήκουν διακεκριμένο χώρο πένθους και περισυλλογής, για τον αποχαιρετισμό των νεκρών προτού ενταφιαστούν, σε περίπτωση που αυτοί είχαν εκφράσει την επιθυμία να αποφύγουν τη θρησκευτική κηδεία. Διευκολύνεται, κατ' αυτόν τον τρόπο, η πολιτική κηδεία. Οσον αφορά το περιεχόμενο της πολιτικής κηδείας, ορθότερο είναι ο καθορισμός του να αφεθεί στην ελεύθερη βούληση των αποδημούντων και των οικείων τους.

Με το άρθρο 16 παρέχεται εξουσιοδότηση για τη ρύθμιση με κανονιστικό διάταγμα των όρων και των προϋποθέσεων για την ίδρυση και λειτουργία αποτεφρωτηρίων αποκλειστικά από οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, για την καύση των νεκρών (παρ. 2). Και τούτο, υπό τον όρο ότι υπήρχε γι' αυτό δήλωση του αποδημήσαντος, ή δήλωση των πλησιέστερων συγγενών του ότι ο νεκρός - όσο ζούσε - δεν είχε εκφράσει ρητά σχετική αντίρρηση. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ συγγενών του ίδιου βαθμού ορίζεται ότι αποφαίνεται ο εισαγγελέας (παρ. 1).

Μισθολογία - ασφάλιση

Στο άρθρο 17 της πρότασης αντιμετωπίζεται το ειδικότερο ζήτημα της μισθοδοσίας των κληρικών.

Το ζήτημα τόσο της εκκλησιαστικής περιουσίας, όσο και το ζήτημα της μισθοδοσίας των κληρικών όλων των θρησκειών και δογμάτων, ενόψει της μετατροπής του θεσμικού πλαισίου των εκκλησιών, είναι ένα σύνθετο θέμα που χρειάζεται περαιτέρω μελέτη.

Ωστόσο, μέχρι να υπάρξει οριστική και συνολική ρύθμιση, πρέπει, για τους κληρικούς της επικρατούσας θρησκείας, να εξασφαλιστεί η διατήρηση των μισθολογικών τους δικαιωμάτων, ώστε να μη βρεθούν σε δυσμενή θέση, λόγω της προτεινόμενης μεταβολής του θεσμικού πλαισίου που διέπει τις εκκλησίες. Γι' αυτό, στο άρθρο 17 προτείνεται η παράταση του ισχύοντος καθεστώτος μισθοδοσίας των κληρικών της επικρατούσας θρησκείας με δαπάνες του Κράτους, με μέριμνα όμως της Εκκλησίας. Ανάλογη ρύθμιση προτείνεται και για το καθεστώς μισθοδοσίας των Μουφτήδων.

Στο άρθρο 18 ρυθμίζεται το συναφές ζήτημα της ασφάλισης των κληρικών της επικρατούσας θρησκείας.

Σύμφωνα και με τα όσα αναπτύξαμε αμέσως πιο πάνω για το θέμα της μισθοδοσίας τους, ότι θα πρέπει να διατηρηθεί το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς που ισχύει και σήμερα για τους κληρικούς της επικρατούσας θρησκείας, γιατί αλλιώς θα βρεθούν σε δυσμενή θέση, λόγω της μεταβολής του νομικού καθεστώτος των εκκλησιών.

Με το άρθρο 19, το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μετονομάζεται σε υπουργείο Παιδείας, ενώ καταργούνται η Γενική Γραμματεία και η Γενική Διεύθυνση Θρησκευμάτων. Το προσωπικό των τελευταίων, όπως προβλέπεται, τοποθετείται σε ειδικώς συνιστώμενες προσωπικές οργανικές θέσεις του υπουργείου Παιδείας του ίδιου βαθμού.

Με το άρθρο 20 της πρότασης καταργούνται οι οργανικές θέσεις ιερέων - και οι αντίστοιχες υπηρεσιακές μονάδες - στις ένοπλες δυνάμεις, τα σώματα ασφαλείας και τα σωφρονιστήρια και λαμβάνεται ειδική μέριμνα για την απορρόφηση σε άλλες υπηρεσίες των υπηρετούντων σήμερα σε αυτές. Ταυτόχρονα, προβλέπεται ότι για τους υπηρετούντες στο στράτευμα και την Ελληνική Αστυνομία, καθώς και για τους κρατούμενους στις φυλακές της χώρας, οι οικείοι διοικητές οφείλουν να διασφαλίζουν δυνατότητα ατομικού εκκλησιασμού, κατόπιν αιτήματος των ενδιαφερομένων και, σε περίπτωση αντικειμενικής αδυναμίας μετακίνησης των τελευταίων, να μεριμνούν για την προσέλευση στις μονάδες και τα κρατητήρια θρησκευτικών λειτουργών όλων των θρησκειών και δογμάτων, προκειμένου να παράσχουν υπηρεσίες σε ατομικό επίπεδο, υπό συνθήκες πλήρους διακριτικότητας. Για την εφαρμογή αυτών των ρυθμίσεων παρέχονται σχετικές εξουσιοδοτήσεις.

Το άρθρο 21 απαριθμεί τις καταργούμενες ή τροποποιούμενες διατάξεις διαφόρων νόμων.

Τέλος, το άρθρο 22ορίζει τα της έναρξης εφαρμογής του νόμου.

Για τις αλλαγές στο Σύνταγμα

Η πρόταση νόμου δεν περιλαμβάνει ζητήματα που άπτονται του Συντάγματος, καθώς γι' αυτό απαιτείται αναθεώρησή του. Το ΚΚΕ υποστηρίζει ότι το ίδιο το Σύνταγμα της χώρας οφείλει να προσαρμοστεί στην ανάγκη αυτή και να απαλείψει ή να τροποποιήσει τις σχετικές διατάξεις και αναφορές.

Ετσι, πρέπει να καταργηθούν: Η εισαγωγική αναφορά του Συντάγματος «στο όνομα της Αγίας Τριάδας». Το άρθρο 3 που ορίζει ότι κρατούσα θρησκεία είναι η ορθόδοξη. Το άρθρο 14 παρ. 3α που επιτρέπει την κατάσχεση εντύπου με εισαγγελική εντολή για προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας. Το άρθρο 16 παρ. 2 που αναγορεύει σε σκοπό της εκπαίδευσης την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης. Το άρθρο 18 παρ. 8 που ορίζει ότι δεν μπορούν να απαλλοτριωθούν αγροτικές εκτάσεις και περιουσία ορισμένων μονών και πατριαρχείων. Να τροποποιηθεί το άρθρο 33 παρ. 2 που ορίζει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, ορκίζεται στο όνομα της Αγίας Τριάδας. Το ίδιο πρέπει να τροποποιηθεί το άρθρο 59 περί ορκωμοσίας βουλευτών, έτσι ώστε οι βουλευτές να επικαλούνται τη συνείδησή τους, χωρίς θρησκευτικό όρκο. Είναι αναγκαία η αναθεώρηση του άρθρου 13 του Συντάγματος, έτσι ώστε να κατοχυρώνει πλήρως την ελευθερία συνείδησης, δηλαδή το δικαίωμα του καθενός να πιστεύει σε οποιαδήποτε θρησκεία ή να είναι άθεος. Το κράτος δεν αναμειγνύεται στα ζητήματα αυτά που είναι αυστηρά προσωπική υπόθεση, αλλά φροντίζει μόνο την τήρηση των νόμων.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ