Σάββατο 1 Δεκέμβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 13
Στο στόχαστρο οι λαοί
Δ. ΓΛΗΝΟΥ: «Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ»
Οι Κοινωνικές Επιστήμες

«Οι μονόλογοι του ερημίτη της Σαντορίνης»

(Γ' ΜΕΡΟΣ)

Τα προβλήματα των κοινωνικών επιστημών.-- Και η σύγχυση αυτή και η αμφισβήτηση έχει και μια πολύ βαθύτερη σημασία, γιατί ανάγεται στην αμφισβήτηση σχετικά με τη μέθοδο που θα εφαρμοστεί γενικά στις κοινωνικές επιστήμες. Και η αμφισβήτηση αυτή για τη μέθοδο ανάγεται πάλι στην απώτερη εκείνη ανταγωνιστική αφετηρία, που είνε ριζωμένη στις κοινωνικές αντιθέσεις.

Οι οντολογικές κοινωνικές επιστήμες, που έχουν για θέμα τους το αντικειμενοποιημένο κοινωνικό γίγνεσθαι, τα ιστορικά γεγονότα και τα ποικίλα φανερώματα της κοινωνικής ζωής, θα χρησιμοποιήσουν για βασική τους μέθοδο την επαγωγή και γενικότερα τη μέθοδο που ισχύει στη διερεύνηση του φυσικού γίγνεσθαι.

Και οι αντίστοιχες δεοντολογικές κοινωνικές επιστήμες, δηλ. η γεωπολιτική, η θεωρία του εθνισμού και του φυλετισμού, η οικονομική (η επιστήμη της σωστής οικονομίας) η θεωρία για την οργάνωση της οικογενειακής ζωής και της σχέσης των δύο φύλων, η πολιτική, η ηθική, η νομική, η αισθητική, η λογική, θα στηριχτούν απάνω στα πορίσματα των οντολογικών κοινωνικών επιστημών;

Από τη μια μεριά υποστηρίζεται, πως κατά βάση δε μπορεί να υπάρχει καμιά μεθοδολογική αντιδιαστολή ανάμεσα στη διερεύνηση του φυσικού και τη διερεύνηση του κοινωνικού γίγνεσθαι, πως οι ίδιες μέθοδες, που ισχύουν για το φυσικό γίγνεσθαι, θα ισχύσουνε και για το κοινωνικό γίγνεσθαι και συνάμα, πως από τη στιγμή, που η επιστημονική έρευνα καθορίσει την πορεία και βρει την αλληλουχία και τη νομοτέλεια του κοινωνικού γίγνεσθαι, όλες οι δεοντολογικές κοινωνικές επιστήμες δεν μπορούνε πια να έχουνε άλλο ακλόνητο στήριγμα και πηγή για τους κανόνες τους παρά μόνο τη γνώση που θα πηγάσει απ' αυτή τη διερεύνηση και ούτε τη «θεία βούληση» ούτε κανένα φιλοσοφικό απριόρι.

Από την άλλη μεριά υποστηρίζεται πως κατά βάση δε μπορεί να εφαρμοστεί η επαγωγή και γενικά οι μέθοδες των φυσικών επιστημών στα κοινωνικά φαινόμενα, που είνε φαινόμενα ψυχικά ή πνεματικά, φαινόμενα που δεν ανάγονται στη φυσική αιτιοκρατία, που ακολουθούν άλλην αιτιότητα, την ψυχική ή δεν ακολουθούνε καμιά αιτιότητα, παρά είνε κάθε φορά κάτι ολότελα νέο και για μια φορά δοσμένο. Και όχι μόνο οι δεοντολογικές κοινωνικές επιστήμες θα παραμείνουν πάντα μέσα στην περιοχή της φιλοσοφίας και των μεθόδων της του ορθολογικού απριορισμού ή της διαίστησης, παρά αυτές οι λεγόμενες οντολογικές κοινωνικές επιστήμες δε μπορούν να θεωρήσουνε το αντικείμενό τους, που είναι άμεσα δοσμένο ψυχικό περιεχόμενο και όχι έμμεσα δοσμένο, όπως είνε το φυσικό φαινόμενο, παρά μόνο με τη μέθοδο της άμεσης ενόρασης, της οντοσκόπησης ή της φαινομενολογίας, όπως την καθόρισε η σχολή του γερμανού φιλόσοφου Χούσσερλ. Γι' αυτό το λόγο και επιμένουν ακόμη να ονομάζουνε τις κοινωνικές επιστήμες γενικά, αλλού ηθικές (sciences morales) και αλλού επιστήμες πνευματικές (Ceisteswissenschaften) και να τις θεωρούνε ολοκληρωτικά (toto genere) διαφορετικές από τις φυσικές επιστήμες και να ξεχωρίζουν αυστηρά τις γνωστικές μέθοδες, που πρέπει να εφαρμόζονται σε κάθε μια από τις δυο αυτές κατηγορίες των επιστημών.

Η σύγχυση λοιπόν ως προς την περιοχή και το θέμα για την κάθε μιαν από τις οντολογικές κοινωνικές επιστήμες, και η σύγχυση ως προς τη σχέση τους απέναντι στις αντίστοιχες δεοντολογικές κοινωνικές επιστήμες, η σύγχυση και η αμφισβήτηση ως προς τη μέθοδο της έρευνας, έχει γεννήσει ένα απέραντο χάος, χάος αξεδιάλυτο σ' όλο το πεδίο των κοινωνικών επιστημών.

Και το χάος αυτό, έχοντας την απώτατη γενετική αιτία του στη βασική κοινωνική αντίθεση ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, που θέλουνε να συντηρήσουνε ό,τι σήμερα υπάρχει και τους συμφέρει και στις κοινωνικές τάξεις, που θέλουνε ν' αλλάξουνε τα σημερινά κοινωνικά καθεστώτα, γιατί τα αισθάνουνται σαν αποπνιχτική καταπίεση στη ζωή τους, δε μπορεί να ξεδιαλυθεί παρά μόνο με το να αρθεί αυτός ο βασικός ανταγωνισμός. Γιατί αυτό; Γιατί ο απώτατος στοχασμός, που καθορίζει την αντίθεση στο πεδίο της επιστημονικής γνώσης και που είνε ριζωμένος συνειδητά ή ασυνείδητα σε μιαν αντιθετική βούληση, είνε τούτος εδώ:

Αν μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι επικρατεί η ίδια αιτιότητα, η γενική αλληλοεξάρτηση και νομοτέλεια, που κυριαρχεί στο φυσικό γίγνεσθαι, τότες κατά πρώτο λόγο η καθιερωμένη κοινωνική τάξη χάνει την αιωνιότητά της, την υπερκοσμικότητά της, την υπερφυσική καθιέρωση, την απόρροιά της από τη «θεία βούληση» ή από την άμεση επέμβαση της «θείας πρόνοιας» ή την απόρροιά της από έναν κόσμο πνεματικό, που διέπεται από την «ελευθερία», ενώ ο φυσικός κόσμος κυβερνιέται από την «ανάγκη» και γίνεται μια πραγματικότητα μεταβλητή αναγκαστικά. Και έπειτα εφ' όσον μέσα στην πραγματικότητα είνε δημιουργημένοι οι όροι μεταβολής, η καθιερωμένη κοινωνική κατάσταση αναγκαστικά θα υπακούσει στη μεταβολή της σε ορισμένα αίτια, θα ακολουθήσει ορισμένη κατεύθυνση και η κατεύθυνση αυτή προδιαγράφεται κιόλας στον ορίζοντα. Δεν πρέπει λοιπόν να επικρατεί αλληλοεξάρτηση, νομοτέλεια, και αυστηρή αιτιότητα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, είνε μάλιστα αμφισβητήσιμο αν επικρατεί και στο φυσικό γίγνεσθαι.

Απ' αυτό το βασικό στοχασμό εξηγιέται, γιατί η συντήρηση και η αντίδραση απ' όλες τις πλευρές και με όλους τους δυνατούς συνδυασμούς, επίμονα και ακαταπόνητα, χτυπάει το νόμο της αιτιότητας και θέλει όχι μόνο ν' αποδείξει την ανυπαρξία του στο κοινωνικό γίγνεσθαι, παρά να κλονίσει σύρριζα την κυριαρχία του και σ' αυτό το φυσικό γίγνεσθαι.

Το κεντρικό σημείο της πάλης ανάμεσα στη συντήρηση και την επανάσταση στο ιδεολογικό επίπεδο είνε νόμος της αιτιότητας.

Αύριο:

Φιλοσοφία της Ιστορίας και Κοινωνιολογία


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ