Η περίφημη «γενιά του '30», της οποίας κυρίαρχη ιστορικο-ιδεολογική και φιλοσοφο-αισθητική ανάγκη και τάση ήταν η ελληνικότητα, απασχόλησε κριτικούς και μελετητές τόσο πολύ, ώστε η «μυθοποίησή» της να αφήσει στην αφάνεια «και άλλες όψεις του Τριάντα», όπως ήταν η ζωγραφική του Θεόφραστου Τριανταφυλλίδη. Μια ζωγραφική που δεν της έλειπε η ελληνική συνείδηση, αλλά και δε δήλωνε «ελληνοκεντρική». Ηταν μια υποκειμενική ζωγραφική, που κινούνταν στη «γεωγραφική και πολιτιστική περιφέρεια του μοντερνισμού», όπως επισημαίνει ο Α. Κωτίδης, κι όχι «ηθογραφική» όπως «αυθαίρετα» την κατέταξε η -υποτυπώδης θα λέγαμε - κριτική της εποχής του. Ηταν ζωγραφική του υποκειμενικού, υπεραισθαντικού «κόσμου» και της «δυστυχισμένης, θεληματικά σχεδόν βυθισμένης στο σκοτάδι» ζωής του. «Εργο τόσο διακριτικό, σαν λεπτότατη μουσική, απόσταγμα αυτής της ζωής και μοναδικό φως της», όπως τόνιζε προλογίζοντας τη μελέτη του Α. Κωτίδη, η αλησμόνητη μεγάλη κυρία της τέχνης και της κριτικής, Ελένη Βακαλό. Ο μελετητής από το 1976, «με προσοχή και δέος», άρχισε να μελετά το έργο του παραγνωρισμένου στην εποχή του, «άγνωστου» σήμερα Τριανταφυλλίδη. Με το βιβλίο του, όχι μόνο αναλύει, δικαιώνει, τοποθετεί στο βάθρο που του αξίζει το έργο του Τριανταφυλλίδη, αλλά και μέσω αυτού εξετάζει γενικότερα το «ανοιχτό ακόμα ζήτημα της τέχνης του μεσοπολέμου».