Κυριακή 14 Μάρτη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΔΙΕΘΝΗ
ΓΑΛΛΙΑ
«Αναδιαρθρώσεις» κατά των εργατικών κατακτήσεων

Πώς με όπλο τη χειραγώγηση των εργαζομένων μέσω του «κοινωνικού διαλόγου» προωθείται η στρατηγική του κεφαλαίου

Από πρόσφατη διαδήλωση των ταχυδρομικών στη Μασσαλία κατά της ιδιωτικοποίησης
Από πρόσφατη διαδήλωση των ταχυδρομικών στη Μασσαλία κατά της ιδιωτικοποίησης
Μία από τις πρώτες κυβερνήσεις στην ΕΕ που προσπάθησε να συστηματοποιήσει και να εξειδικεύσει τη λογική της «ευελφάλειας» -flexicurite-, έτσι, όπως αυτή περιγράφεται, στο πλαίσιο της υιοθέτησης της Πράσινης Βίβλου της ΕΕ για τον «Εκσυγχρονισμό της Εργατικής Νομοθεσίας», ήταν η κυβέρνηση Σαρκοζί. Και προφανώς, η «βιασύνη» αυτή δεν ήταν διόλου τυχαία, καθώς ο Γάλλος Πρόεδρος καλούνταν να προωθήσει μια σειρά από αναδιαρθρώσεις σε μια χώρα όπου το μεγαλύτερο ποσοστό των εργαζομένων καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις και η αγωνιστική πείρα της εργατικής τάξης καταμετριέται σε δεκάδες χρόνια.

Γι' αυτό και ως πρώτος στόχος τέθηκε το «σπάσιμο» των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και η περαιτέρω απαξίωση των συνδικάτων. Μια διαδικασία που αποδείχτηκε ότι δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολη, αφού συνεχίζεται ακόμη τρία χρόνια μετά, παρά την ιδιαιτερότητα του γαλλικού συνδικαλιστικού κινήματος, δηλαδή της ύπαρξης πολλών ξεχωριστών συνδικαλιστικών οργανώσεων που λειτουργούν σαν τριτοβάθμιες οργανώσεις κατά τα ελληνικά δεδομένα, και παρά την ενδοτικότητα που οι ηγεσίες των περισσοτέρων εξ αυτών επιδεικνύουν τα τελευταία χρόνια.

Τα «θεμέλια» επί Σιράκ

Για να είναι βέβαια κανείς ακριβής θα πρέπει να σημειώσει ότι το «έργο» είχε αρχίσει επί προεδρίας Ζακ Σιράκ, το 2004. Τότε, είχε υιοθετηθεί νομοθεσία που υπό το πρόσχημα ότι ενίσχυε «τη λογική των συλλογικών διαπραγματεύσεων», προχωρούσε σ' έναν πρώτο κατακερματισμό. Ετσι, έδινε τέλος στη δυνατότητα του πλειοψηφούντος συνδικάτου, στον εκάστοτε κλάδο, να συνάπτει συλλογικές συμβάσεις εργασίας χωρίς τη σύμφωνη γνώμη και των υπολοίπων, προέβλεπε τη δυνατότητα σύναψης συλλογικής σύμβασης σε επίπεδο επιχείρησης ή στα γεωγραφικά όρια μιας περιοχής και τέλος έδινε τη δυνατότητα σύναψης συλλογικής σύμβασης εργασίας ανά επιχείρηση, ακόμη και χωρίς την παρουσία συνδικαλιστικού εκπροσώπου.

Η προεδρία Σαρκοζί επανέφερε, τάχιστα, το ζήτημα στο προσκήνιο. Υποστήριξε ότι η νομοθεσία δε «φάνηκε ιδιαίτερα αποτελεσματική» καθώς δεν υπογράφτηκαν περισσότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, δηλαδή, με άλλα λόγια, δεν «περπάτησε» η λογική της σύμβασης ανά επιχείρηση. Μια σύμβαση, η οποία, ουσιαστικά, θα όριζε και τις συνθήκες πρόσληψης και απόλυσης, κατ' αποσπασματικότητα, δίνοντας έτσι το περιθώριο για σταδιακή χαλάρωση και της σχετικής εργατικής νομοθεσίας, που στη Γαλλία είναι αρκετά «σκληρή» για τους εργοδότες, αφού τους υποχρεώνει να προειδοποιούν τον εργαζόμενο, να αιτιολογούν λεπτομερώς το λόγο της απόλυσης και, εφόσον ο εργαζόμενος δεν προσβάλλει την αιτιολογία στα εργατικά δικαστήρια, να του χορηγούν ένα είδος «συστάσεων».

Ετσι, η γαλλική ηγεσία προχώρησε μεθοδικά στοχεύοντας σε δύο επίπεδα ταυτοχρόνως. Καταρχάς υπέσκαψε την όποια αξιοπιστία και διαπραγματευτική δυνατότητα απέμενε στα συνδικάτα, με αποτέλεσμα να μειωθεί η δυνατότητα παρέμβασής τους στη διαδικασία συζήτησης των συλλογικών συμβάσεων. Ταυτόχρονα, θέτοντας σε ξεχωριστό πλαίσιο συζήτησης την «αναγκαιότητα υιοθέτησης αρχών ευελφάλειας αλά γαλλικά», προώθησε σειρά διευκολύνσεων προς τους εργοδότες όσον αφορά στις προσλήψεις και στις απολύσεις προσωπικού.

Περαιτέρω υπόσκαψη της συνδικαλιστικής αξιοπιστίας

Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, η γαλλική ηγεσία αμφισβήτησε, έντονα, μέσω του «εργαλείου» του λεγόμενου «κοινωνικού διαλόγου» την αντιπροσωπευτικότητά τους και αξιοποιώντας στο μέγιστο δυνατό την απογοήτευση και των εργαζομένων από τη συμβιβαστική στάση των συνδικαλιστικών ηγεσιών, προχώρησε στη δημιουργία νέων δεδομένων στο γαλλικό συνδικαλιστικό τοπίο. Πίεσε και πέτυχε να καταργηθεί η a priori αντιπροσωπευτικότητα των συνδικάτων, στη βάση της οποίας διαπραγματεύονται συλλογικές συμβάσεις. Την αρχική συμφωνία, που μετατράπηκε σε νόμο (Αύγουστος 2008), υπέγραψαν μόνο δύο συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι CFDT (που «γειτνιάζει» στις θέσεις της με το Σοσιαλιστικό Κόμμα) και CGT (που παραδοσιακά είχε περισσότερες κοινές θέσεις με το Γαλλικό ΚΚ), οι οποίες είναι και οι ισχυρότερες εκπροσωπώντας την πλειοψηφία των εργαζομένων ανά κλάδο, ιδιαίτερα η δεύτερη.

Με βάση το νέο νομοθετικό πλαίσιο, ένα συνδικάτο για να είναι «αντιπροσωπευτικό» έτσι ώστε να μπορεί να παρευρίσκεται στα διάφορα είδη διαλόγου και να έχει λόγο, θα πρέπει να συγκεντρώνει το 10% των ψήφων των εργαζομένων σε επίπεδο επιχείρησης και το 8% σε κλαδικό και εθνικό επίπεδο. Επιπλέον, για να ισχύει μια συλλογική σύμβαση εργασίας θα πρέπει να έχει υπογραφεί από μία ή περισσότερες συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι οποίες αθροιστικά θα εκπροσωπούν το 30% των ψηφισάντων στον κλάδο ή στην επιχείρηση και να μην καταγγέλλεται από την εκάστοτε πλειοψηφούσα συνδικαλιστική οργάνωση. Τέλος, οι εργαζόμενοι σε μια επιχείρηση, που απασχολεί λιγότερους από 200 υπαλλήλους, αποκτούν το δικαίωμα να διαπραγματεύονται μόνοι τους τη συλλογική σύμβαση εργασίας, και χωρίς την παρουσία συνδικαλιστικού εκπροσώπου, διά μέσου αντιπροσωπευτικών επιτροπών.

«Ευελιξία» για την εργοδοσία

Οσον αφορά στο δεύτερο στόχο (απολύσεις - προσλήψεις), η κυβέρνηση Σαρκοζί πέτυχε σημαντικές «νίκες» που εκτιμήθηκαν δεόντως από το γαλλικό κεφάλαιο και την εργοδοσία, αλλά δεν κατάφερε να διασφαλίσει τη συναίνεση όλων των συνδικαλιστικών ηγεσιών, με αποτέλεσμα οι αντιδράσεις να παραμένουν ακόμη έντονες.

Οι «αναδιαρθρώσεις» στην εργατική νομοθεσία όσον αφορά στο ζήτημα της απόλυσης εξειδικεύτηκαν σε 19 άρθρα, για τα οποία η γαλλική Ενωση Εργοδοτών (MEDEF) δεν έκρυψε την ικανοποίησή της. Τα καινούργια στοιχεία θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε τρεις βασικούς άξονες. Καταρχάς, στις προβλεπόμενες νομικές διαδικασίες περί παραίτησης και απόλυσης, προστίθεται μια νέα: η «φιλική διακοπή σχέσης εργασίας». Με αυτή, η σύμβαση εργασίας λύεται με τη συναίνεση των δύο συμβαλλομένων. Ο εργαζόμενος λαμβάνει μειωμένη αποζημίωση και δικαιούται επίδομα ανεργίας.

Επίσης, επιμηκύνονται τα χρονικά όρια της δοκιμαστικής περιόδου μέχρις ότου ο εργαζόμενος να υπογράψει σύμβαση αορίστου χρόνου. Η επιμήκυνση αυτή κυμαίνεται από ένα έως τέσσερις μήνες, ανάλογα με το επάγγελμα. Εννοείται ότι στο δοκιμαστικό αυτό διάστημα δεν συνυπολογίζεται η απασχόληση υπό καθεστώς stage (μαθητείας). Τέλος, υιοθετείται ένας νέος τύπος σύμβασης που αφορά κυρίως σε μηχανικούς και σε υψηλόβαθμα στελέχη επιχειρήσεων για «πραγματοποίηση ορισμένου έργου». Η νέα αυτή σύμβαση κυμαίνεται από 18-36 μήνες και μπορεί ανά πάσα στιγμή να λήξει, από την πλευρά της εργοδοσίας, ασχέτως αν το έργο έχει ολοκληρωθεί ή όχι, υπό την προϋπόθεση ότι θα διατυπώνεται σαφής αιτιολογία λήξης της σύμβασης και ότι θα καταβάλλεται αποζημίωση στον εργαζόμενο.

Τις προαναφερόμενες προβλέψεις αποδέχτηκαν όλες οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, με εξαίρεση τη CGT, η οποία υποστήριξε ότι ουσιαστικά τα 19 αυτά άρθρα «τινάζουν στον αέρα» την, μέχρι σήμερα, εργατική νομοθεσία που προστατεύει τον εργαζόμενο από τις απολύσεις, καθώς, ουσιαστικά, μέσα από διάφορα «παραθυράκια» η εργοδοσία απαλλάσσεται από την υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόλυση και κατ' επέκταση ο εργαζόμενος να την προσβάλλει. Με δεδομένη την, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, ισχύ της CGT στους περισσότερους κλάδους, η εφαρμογή των 19 άρθρων προχωρά μετ' εμποδίων και δεν έχει εφαρμοστεί κανονικά λόγω των αντιδράσεων και των κινητοποιήσεων των εργαζομένων.

Οι πρώτες απτές επιθέσεις στις συλλογικές συμβάσεις

Από τους πρώτους κιόλας μήνες που ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο Γάλλος Πρόεδρος προανήγγειλε σειρά «σαρωτικών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων», αρχής γενομένης στο δημόσιο τομέα, δίνοντας το εναρκτήριο λάκτισμα για την επέκτασή τους και στον ιδιωτικό. Προβάλλοντας την «επιχειρηματολογία» που χρησιμοποιούν και οι αστικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα, για έναν «ευέλικτο, λιγότερο γραφειοκρατικό, περισσότερο αποδοτικό και με απόλυτη διαφάνεια» δημόσιο τομέα πρότεινε, εκτός από τη συρρίκνωσή του με την πρόσληψη μόνο ενός για κάθε τρεις υπαλλήλους που συνταξιοδοτούνται (2007 - 2009) και ενός για κάθε δύο (2010 - 2012), την υιοθέτηση «εργασιακής ευελιξίας στο Δημόσιο με αλλαγή εργασιακού αντικειμένου», την εισαγωγή «συμβάσεων δύο ταχυτήτων», προκειμένου «όποιος θέλει να επιλέγει να φύγει για να εργαστεί στον ιδιωτικό τομέα», καθώς και τη διαμόρφωση της μισθοδοσίας «στη βάση της παραγωγικότητας διά μέσου αξιολόγησης». Μπορεί οι «αναδιαρθρώσεις» αυτές να μην έχουν προχωρήσει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι στοχεύουν στη σταδιακή κατάργηση της συλλογικής σύμβασης εργασίας.

Ανάλογα «κινείται» η ηγεσία Σαρκοζί και στον τομέα της Υγείας. Εκτός από την έμμεση ιδιωτικοποίηση, που προωθείται διά των προτάσεων μεταφοράς αρμοδιοτήτων του κεντρικού συστήματος υγείας σε περιφερειακές επιτροπές και τη σύνδεση του, κατά τόπους, δικτύου της δημόσιας υγείας με τον ιδιωτικό τομέα για την πραγματοποίηση «ιατρικών πράξεων», (επιλογές που αναμένεται να μειώσουν και τις θέσεις εργασίας), η γαλλική κυβέρνηση πρότεινε και την υιοθέτηση «μισθολογικών κινήτρων» για την παραμονή γιατρών στο Δημόσιο, εισάγοντας εμμέσως πλην σαφώς και εδώ την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Και έρχονται κι άλλα...

Στο «τραπέζι» η κυβέρνηση Σαρκοζί έχει θέσει και το 35ωρο, αν και χωρίς αποτέλεσμα προς το παρόν, λόγω των αντιδράσεων. Εχει προτείνει οι εργαζόμενοι ανά επιχείρηση να διαπραγματεύονται με την εργοδοσία το αν επιθυμούν να «εργαστούν» επιπλέον ώρες, για τις οποίες θα αμείβονται με 10% μειωμένο μισθό αλλά δεν θα υποχρεώνονται να καταβάλλουν εισφορές στα ασφαλιστικά τους ταμεία (όπως ούτε οι εργοδότες τους) και για τον οποίο δε θα φορολογούνται. Τα συνδικάτα αντιτάσσουν ότι το συγκεκριμένο μέτρο διαλύει το υπάρχον καθεστώς υπερωριών, θέτει ουσιαστικά στο περιθώριο το ωράριο εργασίας και προκαλεί περαιτέρω απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων.

Στον αέρα βρίσκεται και το ειδικό καθεστώς περί βαρέων και ανθυγιεινών, εδώ και αρκετούς μήνες. Οι μεγάλες απεργίες των άμεσα θιγομένων, με επικεφαλής τους σιδηροδρομικούς, έχει «παγώσει» προς το παρόν τις πιέσεις για υλοποίηση του μέτρου. Παράλληλα, έχει αφήσει στο περιθώριο, προς ώρας προφανώς, τα σχέδια για «παροχή δικαιώματος εργασίας πέραν του 65ου έτους, εθελοντικά» με την ταυτόχρονη, όμως, επιβολή δυσβάσταχτων φορολογικών επιβαρύνσεων σε περίπτωση πρόωρης συνταξιοδότησης. Ενα μέτρο, δηλαδή, που αν υλοποιηθεί ανοίγει, ουσιαστικά την πόρτα στην περαιτέρω αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης.


Ελ. ΜΑΥΡΟΥΛΗ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ