Κυριακή 23 Μάη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 27
ΔΙΕΘΝΗ
ΤΑΪΛΑΝΔΗ
Η καταστολή δε θα σβήσει τη λαϊκή οργή

Η έλλειψη οργανωμένου λαϊκού κινήματος με ταξικό προσανατολισμό αναδεικνύεται και από το τελευταίο αιματοκύλισμα

Για άλλη μια φορά ο λαός της Ταϊλάνδης σφαγιάστηκε
Για άλλη μια φορά ο λαός της Ταϊλάνδης σφαγιάστηκε
Καμένη γη, δεκάδες νεκροί, εκατοντάδες τραυματίες και ένας λαός σε κατ' οίκον περιορισμό. Μετά από δυο μήνες διαδηλώσεων της αντιπολίτευσης της Ταϊλάνδης, στην Μπανγκόκ, που εξαπλώθηκαν σε 23 ακόμα επαρχίες της χώρας των 63,5 εκατομμυρίων κατοίκων και πνίγηκαν στο αίμα από το στρατό που υποστηρίζει την κυβέρνηση του Αμπχισίτ Βετζατζίβα, η κατάσταση για τα λαϊκά στρώματα εξακολουθεί να είναι άθλια. Το σίγουρο πάντως είναι ότι η λαϊκή οργή, αν και προς το παρόν καταστάλθηκε δεν πρόκειται σταματήσει. Οι διαδηλωτές με τα «Κόκκινα Πουκάμισα» ξεκίνησαν ως οι υποστηρικτές του πρωήν πρωθυπουργού και επιχειρηματία, Τακσίν Σιναουάτρα, μέλη του Ενωμένου Μετώπου για τη Δημοκρατία και Ενάντια στη Δικτατορία, συγκεντρώνοντας στις γραμμές τους μεγάλους πληθυσμούς, κυρίως από τις αγροτικές περιοχές της χώρας. Ενας κόσμος που μη έχοντας άλλη διέξοδο βγήκε στους δρόμους με τα «Κόκκινα Πουκάμισα», διεκδικώντας τα δικαιώματά του και καταγγέλλοντας τις αντιλαϊκές πολιτικές της κυβέρνησης. Η αντιπολίτευση υιοθέτησε τις λαϊκίστικες πολιτικές διακηρύξεις του εξόριστου Σιναουάτρα, κατηγορώντας την κυβέρνηση Βετζατζίβα για σκάνδαλα, στήριξη του στρατού και άνομες μεθόδους ανάδειξης στην εξουσία, απαιτώντας την άμεση προκήρυξη εκλογών.

Για την ιστορία...

Ωστόσο, όπως απέδειξε και η πρόσφατη ιστορία και η πολιτική του Σιναουάτρα δεν πρεσβεύει κάτι διαφορετικό, παρά αποτελεί έκφραση μερίδας του κεφαλαίου. Μέχρι τη δεκαετία του '60 η Ταϊλάνδη ήταν μία κυρίως αγροτική χώρα, που άρχισε να αξιοποιείται ως «αντικομμουνιστικό μέτωπο» στην περιοχή. Από εκεί και μετά συνολικά στην περιοχή εξελίχτηκε ένα μπαράζ κατά των κομμουνιστών και άλλων λαϊκών αγωνιστών. Η εκβιομηχάνισή της ξεκίνησε με ταχύτατους ρυθμούς, ακολουθώντας τη γραμμή της Παγκόσμιας Τράπεζας και των ΗΠΑ, των οποίων μέχρι σήμερα αποτελούν από τους σημαντικότερους συμμάχους και εταίρους εκτός ΝΑΤΟ. Στο διάστημα 1985 έως 1995 η Ταϊλάνδη είχε τους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης παγκοσμίως, της τάξης του 9,45%.

Βασικά «προϊόντα» της κοινωνίας που δημιούργησαν οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου στην Ταϊλάνδη είναι ο σεξοτουρισμός, με ιδιαίτερες επιδόσεις στην παιδεραστία, ενώ διακρίνεται και ως ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ρυζιού, διαθέτει αυτοκινητοβιομηχανία και βιομηχανία ηλεκτρονικών.

Κατά τη διάρκεια της προώθησης της «ανάπτυξης» της χώρας, το κεφάλαιο φρόντισε ιδιαίτερα για την εξαγορά συνειδήσεων, με στόχο την απρόσκοπτη εκβιομηχάνιση της χώρας. Τη μεγάλη «ανάπτυξη» ακολούθησε περίοδος ύφεσης, όπως ήταν φυσικό.

Η ταυτότητα του Τ. Σιναουάτρα

Το 2001 στην εξουσία αναδείχθηκε ο δισεκατομμυριούχος μεγαλοεπιχειρηματίας Τακσίν Σιναουάτρα με λαϊκίστικες εξαγγελίες και υποσχέσεις για παροχές στο λαό, καταγγέλλοντας, στα λόγια τουλάχιστον, τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των προκατόχων του, τις υποδείξεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αλλά και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Επί του πρακτέου ωστόσο, εφάρμοσε άγρια νεοφιλελεύθερη πολιτική, πετώντας ψίχουλα στους αγροτικούς πληθυσμούς, που έτσι κατάφερε να κερδίσει, φροντίζοντας παράλληλα για τη μεγιστοποίηση της προσωπικής του περιουσίας. Κυβέρνησε βασιζόμενος στα συμφέροντα του κεφαλαίου, το οποίο εκπροσωπούσε και ο ίδιος, και στηρίχθηκε όπως και οι προκάτοχοί του στη διαφθορά, αναμειγνυόμενος σε σωρεία σκανδάλων, οικονομικών και όχι μόνο, που έκαναν την προσωπική του περιουσία να χαρακτηρίζεται αμύθητη.

Τον Τ. Σιναουάτρα ανέτρεψε ένα στρατιωτικό αναίμακτο πραξικόπημα, το 2006, που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τη χώρα, μετά από σε βάρος του αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Εκλογές προκηρύχθηκαν το 2007, οπότε και νικητής αναδείχθηκε ο πολιτικός σχηματισμός των πρώην συνεργατών του εξόριστου πρωθυπουργού, με νέο πρωθυπουργό το Σουμάκ Σουνταράβεχ.

Η σημερινή κυβέρνηση

Το 2008 οπαδοί της αντιπολίτευσης, που σήμερα βρίσκεται στην εξουσία υπό τον Α. Βετζατζίβα, προχώρησαν σε διαδηλώσεις - γνωστοί ως «Κίτρινα Πουκάμισα» - και καταλήψεις κυβερνητικών κτιρίων, τις οποίες ακολούθησε δικαστική απόφαση, με την οποία καθαιρέθηκε ο Σ. Σουνταράβεχ από την εξουσία και τα ηνία ανέλαβε ο σύζυγος της αδερφής του Σιναουάτρα, Σομτσάι Γουονγκσαουάτ. Οι διαδηλώσεις των «Κίτρινων Πουκάμισων» τότε επεκτάθηκαν και στην κατάληψη των αεροδρομίων της χώρας, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να κηρύξει παράνομα τα τρία κόμματα που αποτελούσαν τον κυβερνητικό συνασπισμό και να αναδειχθεί στην εξουσία το Δημοκρατικό Κόμμα του σημερινού πρωθυπουργού.

Ο Α. Βετζατζίβα έγινε πρωθυπουργός το Δεκέμβρη του 2008, εφαρμόζοντας τις ίδιες αντιλαϊκές πολιτικές με τους προκατόχους του, επικαλούμενος συνθήκες «παγκόσμιας οικονομικής κρίσης», ενώ τον βαρύνουν σκάνδαλα συνεργασίας με το βαθύ κράτος του στρατού, που φαίνεται να κυριαρχεί, και ξεπλύματος χρήματος πετρελαιακών συμφερόντων μέσω του κόμματος του, όντας ακόμα ένας διαχειριστής του συστήματος.

Οι διαδηλώσεις

Η κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων εξακολούθησε να χειροτερεύει, δίνοντας πρόσφορο έδαφος στους οπαδούς του Τ. Σιναουάτρα να ανασυνταχθούν στη βάση των λαϊκίστικων συνθημάτων του ηγέτη τους. Το Μάρτη ξέσπασαν οι πρώτες διαδηλώσεις, με τα «Κόκκινα Πουκάμισα» να συγκεντρώνουν στις τάξεις τους χιλιάδες λαού, που αναζητούσαν ένα μέσο να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Οι κινητοποιήσεις εξελίχθηκαν σε κατάληψη του επιχειρηματικού κέντρου της Μπανγκόκ επί δύο μήνες. Η κυβέρνηση αρχικά επιχείρησε να εμφανιστεί «διαλλακτική», ελπίζοντας στη σύντομη διάλυση των διαδηλώσεων. Δε δίστασε μάλιστα να υποσχεθεί και εκλογές το Νοέμβρη. Η άρνηση των οπαδών της αντιπολίτευσης να διαλυθούν προκάλεσε την σχεδόν αυτόματη αντίδραση του στρατού, που, μέσω δηλώσεων ότι θα καταστείλει τις διαδηλώσεις με επιχείρημα τη «διατήρηση της τάξης», έδιναν το στίγμα της πολιτικής και στον Α. Βετζατζίβα. Ο στρατός με τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης ξεκίνησε την παρέμβασή του την περασμένη Πέμπτη, όταν «ελεύθερος σκοπευτής» πυροβόλησε στο κεφάλι τον στρατηγό Κατίγια Σαουασντιπόλ, έναν από τους ηγέτες της αντιπολίτευσης, σκοτώνοντάς τον και πυροδοτώντας αιματηρές συγκρούσεις.

Καθ' όλη τη διάρκεια της περασμένης βδομάδας ο στρατός πυροβολούσε ανεξέλεγκτα εναντίον των διαδηλωτών, ενώ η ηγεσία των «Κόκκινων Πουκάμισων» δε δίστασε να προτάξει στα σημεία που είχαν καταλάβει γυναίκες, ηλικιωμένους και παιδιά, για να διασφαλίσει τις περιοχές που έλεγχε. Οι νεκροί μόνο την τελευταία βδομάδα ξεπέρασαν τους 50, σύμφωνα με την επίσημη πληροφόρηση και τα τοπικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, απόλυτα ελεγχόμενα, ενώ σε εκατοντάδες ανέρχονται οι τραυματίες.

Ο στρατός απείλησε με πυρ κατά πάντων, όταν η κυβέρνηση νομιμοποίησε την εκτέλεση των διαδηλωτών που κρίνεται ότι «διαταράσσουν την τάξη», ή «απειλούν δημόσια περιουσία» και οι οδομαχίες επεκτάθηκαν πέρα από την Μπανγκόκ σε ακόμα 20 επαρχίες της χώρας. Η κατάσταση θύμιζε απαρχή εμφυλίου πολέμου. Οι ηγέτες των διαδηλωτών παραδόθηκαν τελικά στο στρατό, καλώντας από κοινού με την κυβέρνηση τον κόσμο να «επιστρέψει στο σπίτι του», για να «αποφευχθεί χειρότερη αιματοχυσία»...

Ο στρατός επέβαλε τριήμερη απαγόρευση κυκλοφορίας, προκειμένου να «ελέγξει εγκληματικά στοιχεία και να οδηγήσει τη χώρα πίσω στην ηρεμία», με τον Τ. Σιναουάτρα να προειδοποιεί για εθνικό διχασμό. Η κυβέρνηση διαμήνυσε με νόημα ότι θα διαλύσει τις διαδηλώσεις και τις αντιδράσεις με κάθε τρόπο...

Ανάγκη οργάνωσης λαϊκού κινήματος

Ωστόσο, αν κοιτάξει κανείς στα βαθύτερα και πραγματικά αίτια που οδήγησαν το λαό στους δρόμους, με την εξέγερσή του να εκφράζεται μέσω της αντιπολίτευσης, ελλείψει οργανωμένου λαϊκού κινήματος και ταξικά προσανατολισμένων δυνάμεων, είναι εύκολο να αναγνωρίσει δίκαιες διεκδικήσεις ενάντια στα αντιλαϊκά μέτρα και τις πολιτικές υπέρ των κεφαλαιοκρατών που εφάρμοσαν επί σειρά δεκαετιών οι κυβερνήσεις της Ταϊλάνδης. Οι χιλιάδες λαού που διαδήλωσαν, στην πραγματικότητα απαίτησαν για ακόμα μία φορά μια πολιτική υπέρ των φτωχών και των λαϊκών στρωμάτων και για ακόμα μία φορά οι διεκδικήσεις τους πνίγηκαν στο αίμα, αποδεικνύοντας την αναγκαιότητα της οργάνωσης λαϊκών δυνάμεων.


Αλεξάνδρα ΦΩΤΑΚΗ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ